Σύλλογος Δικαστικών Υπαλλήλων Αγρινίου: Οι θέσεις μας για το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης

Οι θέσεις μας για το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο:

«Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης»

Το Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο: «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης», το οποίο δόθηκε στη διαβούλευση την Παρασκευή 5/4/2024, επιβεβαιώνει τη στόχευσή του σε ένα σύστημα απονομής που θα είναι αρωγός της επιχειρηματικότητας, όπου οι δικαστικοί υπάλληλοι, οι σκληρά εργαζόμενοι στην πρώτη γραμμή των δικαστικών υπηρεσιών, παρά τα χρόνια οξυμμένα προβλήματα, είναι αόρατοι! Εξαντλητικός διάλογος με τους δικαστικούς υπαλλήλους δεν έγινε, όπως υποστηρίχθηκε. Η στάση του Υπουργού απέναντί μας σε πρόσφατη συνέντευξή του στη δημόσια τηλεόραση, θίγει την αξιοπρέπεια κάθε δικαστικού υπαλλήλου ως βασικού συντελεστή της δικαιοσύνης.

Είμαστε ριζικά αντίθετοι με το νομοσχέδιο αυτό και απαιτούμε την άμεση απόσυρσή του, γιατί βασίζεται σε παραδοχές που δεν έχουν επαφή με τη δικαστηριακή πραγματικότητα και γιατί οι προβλεπόμενες καταργήσεις και συγχωνεύσεις δικαστικών υπηρεσιών δεν θα δώσουν λύση στο πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης. Ειδικότερα δε επισημαίνουμε:

1. Το ότι κλείνουν δικαστικές δομές σε όλη την Ελλάδα (άρθρο 6 του ν/σ) αντικειμενικά είναι ενάντια στις κοινωνικές ανάγκες και δυσχεραίνει την πρόσβαση του πολίτη στον φυσικό δικαστή, δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο στο άρθρο 20 του Συντάγματος. Αμφισβητούμε το κριτήριο της δικαστικής δαπάνης ανά υπόθεση και τα δεδομένα στα οποία βασίζεται ως λόγο περιστολής του ανωτέρω δικαιώματος. Από την άλλη υπάρχει και το υπαλληλικό δικαίωμα να υπηρετεί ο εργαζόμενος σε συγκεκριμένο χώρο εργασίας με συγκεκριμένα καθήκοντα και όχι να καταστεί νομάς.

Άλλες σημαντικές παράμετροι όπως: η νησιωτικότητα, το ιδιαίτερο γεωγραφικό ανάγλυφο της χώρας, το κακό επαρχιακό οδικό δίκτυο και οι αραιές μαζικές συγκοινωνίες, οι διαφορετικές καιρικές συνθήκες ανά περιοχή, η αδυναμία εξ αποστάσεως εξυπηρέτησης των πολιτών λόγω έλλειψης κατάλληλης μηχανοργάνωσης και ψηφιακής υποστήριξης ή λόγω μη εξοικείωσης μέρους του κοινού με τις ψηφιακές εφαρμογές δεν απέτρεψαν την επιχειρούμενη απορρύθμιση και επιτείνουν τις δυσκολίες δικαστικής προστασίας και συναλλαγής με τις δικαστικές υπηρεσίες.

Οι υπηρεσίες που κλείνουν δεν εκδίδουν μόνο αποφάσεις, αλλά πλήθος πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, όπως επίσης εκτελούν πλήθος διαδικαστικών ενεργειών εξυπηρέτησης πολιτών, δικηγόρων και δικαστικών λειτουργών.

Η Κυβέρνηση αψηφά τα παραπάνω, αντιμετωπίζει τις δικαστικές αποφάσεις ως βιομηχανικά προϊόντα και δεν λαμβάνει υπόψη την σημασία της φυσικής παρουσίας των εργαζομένων στις απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα περιοχές. Εξάλλου, εστιάζοντας μόνο στις δικαστικές αποφάσεις, δεν εκτιμά το συνολικό έργο που παράγεται από τους εργαζόμενους στα δικαστήρια, οι οποίοι διαχειρίζονται μέσα σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια τεράστιο όγκο νομικών υποθέσεων – πληροφοριών, τηρούν αρχεία και απαντούν σε αιτήματα που απαιτούν σύνθετη γνώση, κρίση και χειρισμό ψηφιακών εργαλείων, προσφέρουν εργασία που ποικίλλει σε πολυπλοκότητα και χρόνο διεκπεραίωσης.

Η επιλεκτική παρουσίαση αριθμών και μετρήσεων τύπου δημιουργικής λογιστικής, εκθέτει τους εμπνευστές του νομοσχεδίου και αποδεικνύει ότι συντελείται ένα πείραμα πάνω στις πλάτες των δικαστικών υπαλλήλων και των πολιτών.

2. Η μεταφορά όλων των οργανικών θέσεων (άρθρο 4 του ν/σ) στην «Κεντρική έδρα του Πρωτοδικείου», στην ουσία ανακυκλώνει το υπάρχον ανεπαρκές προσωπικό σε λιγότερα δικαστικά κτήρια, αθροίζοντας χιλιάδες κενές οργανικές θέσεις για να παρουσιάσει μια απατηλή εικόνα. Παράδειγμα: στην Αθήνα στο σύνολο περίπου 1200 οργανικών θέσεων (Πρωτοδικείου, Ειρηνοδικείου, Πταισματοδικείου και των δώδεκα περιφερειακών Ειρηνοδικείων) υπηρετούν 700 δικαστικοί υπάλληλοι, δηλαδή οι κενές οργανικές θέσεις ανέρχονται σε 42%. Η πραγματική αναλογία δικαστών και υπηρετούντων υπαλλήλων δεν είναι ούτε ένα προς ένα! Πέραν αυτού δεν έχουμε συγκεκριμένες απαντήσεις σε ζητήματα οργάνωσης (η επίλυσή τους μετατίθεται σε επόμενη φάση, ενώ έπρεπε να προηγείται) και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον λόγο που δεν διατηρούνται οι οργανικές θέσεις και αναγκάζονται όσοι υπηρετούν σε «Παράλληλη» ή «Περιφερειακή» έδρα να προσφέρουν την εργασία τους σε διοικητικά αποξενωμένες υπηρεσίες. Το σημαντικότερο όμως ζήτημα είναι ότι καθιερώνεται η ανασφάλεια και η ελαστικότητα στις ήδη βεβαρημένες συνθήκες εργασίας των Δικαστικών Υπαλλήλων, που πλέον η απασχόλησή τους, κατά τόπον και καθ’ ύλην, δεν είναι δεδομένη και σταθερή, αλλά εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια του Διευθύνοντος την Κεντρική έδρα του Πρωτοδικείου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προσωπική και οικογενειακή τους ζωή. Πιο οξυμμένα θα είναι τα προβλήματα για τους υπηρετούντες στα ειρηνοδικεία που κλείνουν εντελώς (π.χ. υπάλληλοι που υπηρετούν στα νησιά του Αργοσαρωνικού) και στα περιφερειακά που δεν έχουν καθόλου ή έναν υπάλληλο.

3. Οι συνεχείς μετακινήσεις του ελλιπούς προσωπικού των δικαστικών γραμματειών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια, την ταλαιπωρία και τις συνθήκες εργασίας των μετακινούμενων. Το άρθρο 11 του ν/σ μας λέει το αυτονόητο στη θεωρία περί καταβολής δαπάνης μετακίνησης από το δημόσιο, γνωρίζουμε όμως από τις μεταβατικές έδρες των νησιών τα πολλά πρακτικά προβλήματα.

4. Η μεταφορά υλικής αρμοδιότητας ποινικών υποθέσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και μεγάλου όγκου ύλης αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου των πολιτικών υποθέσεων στα περιφερειακά Πρωτοδικεία, καθιστά το έργο τόσο των Δικαστικών Λειτουργών, όσο και των Δικαστικών Υπαλλήλων εξαιρετικά δυσχερές και κατά συνέπεια την απονομή της Δικαιοσύνης ακόμα πιο προβληματική αναφορικά με την απαραίτητη γραμματειακή διεκπεραίωση κάθε διαδικασίας.

Επιπλέον, η αλλαγή της χωρικής αρμοδιότητας και κατά συνέπεια η μείωση της ύλης στις παράλληλες έδρες υποβαθμίζει περαιτέρω τη λειτουργία των παράλληλων εδρών, με κίνδυνο να κλείσουν στο μέλλον (πχ. Θήβα, Καλάβρυτα, Μεσολόγγι). Εκτός αυτού, η πλειονότητα των κτηριακών και υλικοτεχνικών υποδομών στα υφιστάμενα κτήρια των σημερινών περιφερειακών Ειρηνοδικείων είναι από απαρχαιωμένη και ανεπαρκής έως ανύπαρκτη, το επίπεδο μηχανοργάνωσης και ψηφιοποίησης εμβρυακό. Αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι «αναβαθμίζονται» (;) σε περιφερειακά Πρωτοδικεία, Ειρηνοδικεία που σήμερα είναι «κλειστά» λόγω έλλειψης δικαστικών υπαλλήλων, η αναβάθμιση αγγίζει τα όρια της φαιδρότητας.

Πώς λοιπόν θα υποστηριχθεί η λειτουργία των περιφερειακών Πρωτοδικείων, με τους ελάχιστους υπαλλήλους που διαθέτουν σήμερα και χωρίς δυνατότητα αυτοτελούς στελέχωσής τους; Είναι προφανές ότι με ανεδαφικές ασκήσεις επί χάρτου, χωρίς σύγχρονα ολοκληρωμένα πληροφοριακά συστήματα και ασφαλή κτήρια και με περιφερόμενους υπαλλήλους που θα αφήνουν το ένα πόστο για να καλύψουν το άλλο, είναι ανυπόστατο το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Μήπως σκόπιμα διαμορφώνει μια ανυπόφορη κατάσταση (όπως έκανε και με τα 43 Ειρηνοδικεία και το 1 Πταισματοδικείο που κλείνουν εντελώς και οι υπάλληλοι που κατοικούν εκεί υποχρεούνται σε μετακόμιση ή σε καθημερινή μετακίνηση σε κάποιες περιπτώσεις και 180 χλμ όπως Κρανίδι, Λαύριο κτλ), ώστε σε δεύτερο χρόνο να οδηγήσει και άλλες περιφερειακές δικαστικές δομές σε κλείσιμο;

Ειδικά δε, η μεταφορά μεγάλου μέρους δικαστηριακής ύλης από την Αθήνα στον Πειραιά χωρίς καμία πρόβλεψη μπορεί να οδηγήσει τις δικαστικές υπηρεσίες του Πειραιά σε πλήρη κατάρρευση.

Ακόμη όμως και με τα απαράδεκτα κριτήρια Κυβέρνησης και Παγκόσμιας Τράπεζας, είναι πολλά τα παράλογα από μέρους της κυβέρνησης στον χωροταξικό σχεδιασμό των νέων «παράλληλων» ή «περιφερειακών» εδρών Πρωτοδικείων. Μεταφέρεται η κατά τόπον αρμοδιότητα πολλών υφισταμένων-καταργούμενων Ειρηνοδικείων σε Πρωτοδικείο γεωγραφικά πιο απομακρυσμένο. Σε άλλες περιπτώσεις δημιουργούνται περιφερειακά Πρωτοδικεία σε μη λειτουργούντα (κλειστά) σήμερα Ειρηνοδικεία (π.χ. Ειρηνοδικείο Αρναίας, Άστρους Κυνουρίας).

5. Στο άρθρο 12 ορίζεται η μεταφορά των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων από τους Διευθύνοντες τις δικαστικές υπηρεσίες, απευθείας στο ΤΑΧΔΙΚ. Αυτό σημαίνει ότι θα δοθεί ένα ακόμη κομμάτι της λειτουργίας των δικαστηρίων σε μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες ως εξωτερικούς συνεργάτες μέσω ΣΔΙΤ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην παροχή υπηρεσιών, με γνώμονα το κέρδος του ιδιώτη και σε βάρος της αμεσότητας στην καταγραφή και επίλυση ακόμη και του πιο απλού ζητήματος. Ειδικά στις επαρχιακές δικαστικές υπηρεσίες το πρόβλημα άμεσης τοπικής συνεργασίας θα είναι εντονότερο.

6. Στο άρθρο 34 παρ. 2 ορίζεται με εκβιαστικό και τιμωρητικό τρόπο η επιστροφή των αποδοχών που εισέπραξε εκπαιδευόμενος της ΕΣΔΙ, εφόσον αυτός παραιτηθεί από τη φοίτηση ή πριν κλείσει διετία στην υπηρεσία που διορίσθηκε. Μάλιστα προβλέπεται ειδικά για την εν λόγω διάταξη αναδρομική ισχύς από 1-1-2024! Κάτι τέτοιο αντίκειται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη διοίκηση και αποτελεί καταχρηστική απαίτηση από μέρους της πολιτείας σε βάρος όσων εκπαιδευομένων της Α’ σειράς διέκοψαν τη φοίτησή τους ή ως απόφοιτοι δεν αποδέχτηκαν την τοποθέτησή τους λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, έχοντας γνώση του προγενέστερου νομοθετικού πλαισίου. Με τον τρόπο αυτό ο μηχανισμός προσλήψεων μέσω της ΕΣΔΙ γίνεται πιο δύσκολος και αποτρεπτικός, γιατί απευθύνεται σε υποψηφίους που εκ των προτέρων θα έχουν αποδεχθεί τις δυσανάλογες θυσίες και θα έχουν την οικονομική δυνατότητα να ξεπεράσουν όλα τα αντικειμενικά εμπόδια (φροντιστήριο, έξοδα μετακίνησης και μετεγκατάστασης, εύρεση στέγης μακριά από τον τόπο μόνιμης κατοικίας, διευθέτηση οικογενειακών υποχρεώσεων). Κι ενώ στην ως άνω παράγραφο προβλέπεται ανάλογη ρύθμιση ως ισχύει για τους δικαστικούς λειτουργούς (κατά την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου) δεν προβλέπεται ανάλογη ρύθμιση και για την παράγραφο 1 άρθρ. 34, ώστε αυτή να διαμορφωθεί ως εξής «……ο διορισμός τους ανατρέχει την επομένη ημέρα της αποφοίτησής τους περιλαμβανομένων όλων των εννόμων συνεπειών και των αποδοχών».

7. Στο άρθρο 35 ορίζεται ανασύνθεση της Επιτροπής του Εισαγωγικού Διαγωνισμού για την επιλογή εκπαιδευομένων που πρόκειται να καταλάβουν θέσεις δικαστικών υπαλλήλων. Με το πρόσχημα της δήθεν διευκόλυνσης λειτουργίας της Επιτροπής, δεν μετέχουν πλέον στην Επιτροπή τρεις (3) δικαστικοί υπάλληλοι, Προϊστάμενοι Διεύθυνσης μεγάλων δικαστικών υπηρεσιών. Ταυτόχρονα μειώνεται και ο αριθμός των εκπροσώπων του ΑΣΕΠ από τρεις (3) σε έναν (1). Είναι απορίας άξιον πως το Υπουργείο θεωρεί ότι δεν πρέπει να μετέχουν Δικαστικοί Υπάλληλοι σε μια Επιτροπή Διαγωνισμού πρόσληψης Δικαστικών Υπαλλήλων, ενώ την ίδια ώρα, προφανώς προσχηματικά, ορίζει εκπροσώπους μας ως μέλη στην επιτροπή του διαγωνισμού πρόσληψης για τη Δικαστική Αστυνομία, όπου ο ρόλος μας δεν μπορεί να είναι ουσιαστικός. Σε κάθε περίπτωση, οι ενέργειες από μέρους του Υπουργείου σε σχέση με τους διαγωνισμούς πρόσληψης Δικαστικών Υπαλλήλων δείχνουν την πρόθεσή του να διαμορφώσει μια διαβλητή διαδικασία με όρους αδιαφάνειας και με αποκλεισμούς.

Βέβαια, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση διακηρύττει πως σχεδιάζει την αναμόρφωση του Δικαστικού Χάρτη για την ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης, στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης επικρατεί η πλήρης διάλυση. Ειδικά σε ό,τι αφορά τη λειτουργία της Διεύθυνσης Δικαστικών Υπαλλήλων,λόγω της δραματικής έλλειψης προσωπικού και μηχανοργάνωσης, κάθε υπηρεσιακό μας θέμα αντιμετωπίζεται μετ’ εμποδίων και καθυστερημένα. Καθημερινό φαινόμενο εδώ και χρόνια αποτελούν η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους της Διοίκησης, η παραβίαση του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων και η καταπάτηση εργασιακών μας δικαιωμάτων: Καθυστερεί για μήνες η απονομή των προσωρινών συντάξεων στους αποχωρούντες Δικαστικούς Υπαλλήλους, όπως και οι διορισμοί-τοποθετήσεις των επιτυχόντων του πρώτου διαγωνισμού μέσω της ΕΣΔΙ.

Οι διαδικασίες που αφορούν την υπηρεσιακή εξέλιξη των συναδέλφων μας (μονιμοποιήσεις, προαγωγές – κατατάξεις σε ανώτερο βαθμό, αναγνωρίσεις προϋπηρεσίας, μετατάξεις, κρίσεις Προϊσταμένων κλπ.) λιμνάζουν, τα αιτήματα συσσωρεύονται, δεν τηρούνται οι νόμιμες προθεσμίες. Αυτό έχει δυσμενείς οικονομικές συνέπειες, όταν ο υπάλληλος χάνει χρήματα που δικαιούται ή λαμβάνει μετά από χρόνια τα οφειλόμενα, αλλά και υπηρεσιακές, λόγω της βαθμολογικής καθήλωσης, όταν δεν αποτυπώνεται η πραγματική υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου και γι’ αυτό χάνει το δικαίωμα να διοριστεί δικαστικός αντιπρόσωπος ή να είναι υποψήφιος για θέση ευθύνης. Χαρακτηριστικό της μη σύννομης λειτουργίας είναι ότι πολλοί συνάδελφοί μας που βρέθηκαν εκτός διορισμών στις εκλογικές διαδικασίες του 2023, κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός και για τις Ευρωεκλογές, δεδομένου ότι είτε δεν έχουν σταλεί τα ερωτήματα για τη βαθμολογική τους εξέλιξη, είτε ενώ έχει εκδοθεί η απόφαση προαγωγής σε ανώτερο βαθμό, δεν έχει εκδοθεί η απαιτούμενη διαπιστωτική πράξη!

Συνοψίζοντας, για το υπό διαβούλευση Νομοσχέδιο που αφορά την αναμόρφωση του Δικαστικού Χάρτη, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να ΣΤΑΘΟΥΜΕ ΔΥΝΑΜΙΚΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΟΥΜΕ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, που σκοπό έχουν όχι την ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης για την πλειονότητα των πολιτών, αλλά την εκ βάθρων αποδόμησή της, σε συνέχεια όσων έχουν ήδη δρομολογηθεί και συντελούνται στους χώρους της Υγείας και της Παιδείας. Κλείσιμο και συγχώνευση των δικαστικών υπηρεσιών σημαίνει μεγαλύτερη ταλαιπωρία, έξοδα και καθυστέρηση για τους πολίτες και επισφαλείς, πιο ελαστικές εργασιακές σχέσεις αλλά και εντατικές συνθήκες εργασίας για τους Δικαστικούς Υπαλλήλους.

Γι’ αυτό λοιπόν βροντοφωνάζουμε ότι οι σκοποί του Νομοσχεδίου είναι ψευδεπίγραφοι. Όσο κι αν ο Υπουργός Δικαιοσύνης παραλείπει προκλητικά να αναφέρει τους Δικαστικούς Υπαλλήλους ως σημαντικό παράγοντα στην απονομή της Δικαιοσύνης, όσο κι αν αποφεύγει να μιλά για τα προβλήματά μας (προφανώς γιατί δεν έχει τίποτα πειστικό να πει), εμείς θα του το θυμίζουμε: είναι ψέμα ότι μετά τις συγχωνεύσεις οι δικαστικοί υπάλληλοι θα επαρκούν, ο ίδιος τον
Δεκέμβρη του 2023 παραδέχτηκε ότι η έλλειψη δικαστικών υπαλλήλων είναι μεγάλο αγκάθι και ότι κυνηγά την ουρά του στο θέμα αυτό.

Δεν μπορεί να γίνει αξιοποίηση ανθρώπινων πόρων χωρίς να υπάρχουν ανθρώπινοι πόροι. Κανένα σύστημα ψηφιοποίησης και μηχανοργάνωσης δεν μπορεί να παρέχει υπηρεσίες χωρίς τον χειρισμό, τον έλεγχο και τον συντονισμό του ανθρώπινου δυναμικού. Γι αυτό και καταγγέλλουμε ότι δεν έλαβε κανένα ουσιαστικό μέτρο για τους δικαστικούς υπαλλήλους, γι’ αυτό αγωνιζόμαστε για όλα αυτά που θεωρούμε ότι θα βελτιώσουν την απονομή της Δικαιοσύνης:

ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
ΜΑΖΙΚΕΣ ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΥΛΙΚΟΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΟΔΟΜΩΝ
ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΗΝ
ΕΠΑΝΑΘΕΣΜΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΡΑ ΤΟΥ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ

Το Διοικητικό Συμβούλιο
της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος
(Ο.Δ.Υ.Ε.)