Άγνοια ή υποκρισία

Σημερινό άρθρο Σπήλιου Λιβανού στην “Καθημερινή” για τη συζήτηση περί νομοθετικού πλαισίου και Ποινικού Κώδικα σε σχέση με τη δίκη της Χρυσής Αυγής.

Τον προηγούμενο Ιούνιο, λίγες ημέρες πριν τη διεξαγωγή των εθνικών εκλογών και με προδιαγεγραμμένη την ήττα του, ο ΣΥΡΙΖΑ τροποποίησε τον Ποινικό Κώδικα (ΠΚ) σε μια άδεια Βουλή, αφού σχεδόν όλη η τότε αντιπολίτευση είχε αποχωρήσει, καταγγέλλοντας την ψήφιση ενός τόσο σημαντικού νομοθετήματος, λίγες ημέρες προ των εκλογών.
Η ΝΔ κατήγγειλε την ψήφιση του ΠΚ, μεταξύ άλλων, και για το γεγονός ότι προέβλεπε μειωμένες ποινές για το αδίκημα της σύστασης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης καθώς και την κατάργηση της παρεπόμενης ποινής της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Επρόκειτο δηλαδή για διατάξεις που επηρέαζαν την εν εξελίξει ιστορικότερη δίκη της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας, τη δίκη της Χρυσής Αυγής.

Εντούτοις, ο ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε. Και μετά την εξαιρετικά σημαντική για την Δημοκρατία μας και το Κράτος Δικαίου, ιστορική ετυμηγορία του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που έκρινε ως εγκληματική οργάνωση τη Χρυσή Αυγή, επιθυμώντας να δικαιολογήσει το γιατί τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής μολονότι θα καταδικαστούν ως διευθύνοντες εγκληματική οργάνωση, θα εξακολουθούν να έχουν πολιτικά δικαιώματα, θα μπορούν να εκλέγουν και να εκλέγονται, έστησε μια άνευ προηγουμένου οπερέτα στη Βουλή.

Αφού αρχικά απαίτησε επιτακτικά από τη Κυβέρνηση δια του κοινοβουλευτικού του εκπροσώπου να νομοθετήσει με τροπολογία, στη συνέχεια κατέθεσε δική του τροπολογία (!) για την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όσων έχουν καταδικαστεί για διεύθυνση ή ένταξη σε εγκληματική οργάνωση.

Η τροπολογία αυτή αποδεικνύει περίτρανα δύο πράγματα. Πρώτον, και σε αυτό συνεπικουρούν και οι συγκλονιστικές αποκαλύψεις του πρώην Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Κοντονή, ο ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε ότι οι προωθούμενες αλλαγές θα ευνοούσαν τα στελέχη της Χρυσής Αυγής. Παρόλα αυτά προχώρησε, επιδεικνύοντας πρωτοφανή θεσμική ανευθυνότητα. Δεύτερον, όμως, και σπουδαιότερο, αποδεικνύει την κυνικότητα του, προκειμένου να παρουσιαστεί , κατόπιν εορτής, ως τιμωρός της Χρυσής Αυγής.

Θεμελιώδης αρχή του ποινικού μας δικαίου, οριζόμενη στο άρθρο 2 του ΠΚ, είναι ότι από την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης μέχρι και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εάν ισχύσει ευνοϊκότερος νόμος, τότε εφαρμόζεται αυτός υπέρ του κατηγορουμένου. Εφόσον λοιπόν ίσχυσε έστω και για ένα δευτερόλεπτο ότι δεν προβλέπεται η ποινή στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων σύμφωνα με τον ΠΚ του ΣΥΡΙΖΑ, τότε δεν μπορεί να επιβληθεί αναδρομικά η συγκεκριμένη ποινή. Σημειωτέον, δε, ότι ακόμα και εάν ψηφιζόταν τώρα τέτοια ρύθμιση δεν θα μπορούσε να προβλέπει στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων με πρωτόδικη απόφαση, αφού κάτι τέτοιο θα αντέκειτο στο γράμμα του άρθρου 51 παρ. 3 του Συντάγματος που απαιτεί αμετάκλητη απόφαση.

Ανακύπτει επομένως ένα συγκεκριμένο ερώτημα: Αγνοεί η αξιωματική αντιπολίτευση το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας; Αν ναι, πρόκειται για ασυγχώρητη άγνοια. Αν όχι, πρόκειται για πολιτική υποκρισία. Ίσως ένδειξη για την απάντηση να αποτελεί η καταψήφιση από τον προκάτοχό του ΣΥΡΙΖΑ, τον Συνασπισμό, το 2001, λόγω των ιδεοληψιών του, του νόμου για την θεσμοθέτηση του αδικήματος της εγκληματικής οργάνωσης, νόμου που ψηφίστηκε με τις ψήφους της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.