Σε θετικό κλίμα η συνάντηση του προεδρείου της ΠΑΣΕΓΕΣ με το νέο υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Βαγγέλη Αποστόλου.
Στη σύσκεψη συζητήθηκαν όλα τα θέματα που απασχολούν τον αγροτικό κόσμο και υπήρξε λεπτομερής προσέγγιση της νέας ΚΑΠ και των μεταβολών που αυτή επιφέρει. Φυσικά, στο επίκεντρο βρέθηκαν οι πρόσφατες προγραμματικές δηλώσεις, με το προεδρείο της ΠΑΣΕΓΕΣ να επισημαίνει πως κάθε ενέργεια που συμβάλει στη μείωση του κόστους παραγωγής, όπως το μειωμένο τιμολόγιο του ηλεκτρικού ρεύματος και η σταδιακή κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαίου, είναι στη σωστή κατεύθυνση.
Με την ολοκλήρωση της συνάντησης, ο πρόεδρος της ΠΑΣΕΓΕΣ κ. Τζανέτος Καραμίχας έκανε λόγο για «θετικό κλίμα» στη συνάντηση, τονίζοντας παράλληλα πως «οι εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης σε ό,τι αφορά στον αγροτικό τομέα, μας βρίσκουν σύμφωνους κατά ένα μεγάλο μέρος».
Ο αναπληρωτής πρόεδρος της ΠΑΣΕΓΕΣ κ. Θωμάς Κουτσουπιάς σημείωσε ότι: «Στην προσπάθεια ανασυγκρότησης του αγροτικού χώρου δεν είμαστε απλά σύμμαχοι, είμαστε πρωτοπόροι. Και έτοιμοι να υποστηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις κάθε επιλογή που θα στοχεύει στην ουσιαστική ανάκαμψη του πρωτογενούς τομέα, ο οποίος, άλλωστε, αποτελεί τη μόνη ίσως ασφαλή διέξοδο απ’ την κρίση, γεγονός που εμείς, οι άνθρωποι της παραγωγής, το γνωρίζουμε πολύ καλά και που αυτό ακριβώς προσπαθούμε κάθε φορά να μεταφέρουμε στους εκάστοτε κυβερνώντες, ώστε να προσαρμόσουν την πολιτική τους σε ένα ουσιωδώς αναπτυξιακό πλαίσιο για τον αγροκτηνοτροφικό τομέα. Σε κάθε περίπτωση όλοι κρινόμαστε απ’ το τελικό αποτέλεσμα.
Και ελπίζουμε αυτό να έχει θετικό πρόσημο». Στην αντιπροσωπεία της ΠΑΣΕΓΕΣ, συμμετείχαν επίσης οι δυο αντιπρόεδροι Κ. Σκιαδάς και Γ. Ανέστης, ο Γενικός Γραμματέας Χρ. Μπαρλιάς και ο Ταμίας Χρ. Τσιχήτας και ο γενικός διευθυντής της ΠΑΣΕΓΕΣ Γ. Κολυβάς. Ακολουθεί το σχετικό υπόμνημα της ΠΑΣΕΓΕΣ: Επισημάνσεις, προτεραιότητες, προτάσεις πολιτικής της ΠΑΣΕΓΕΣ για τον πρωτογενή τομέα Α. Συνοπτικά στοιχεία για την τρέχουσα οικονομική συγκυρία στον αγροτικό τομέα
Οι Έλληνες αγρότες που αντιπροσωπεύουν το 10% του πληθυσμού, έχουν περιέλθει σε δεινή οικονομική θέση την τελευταία δεκαετία, λόγω της σοβαρής διαταραχής όλης της ελληνικής οικονομίας, των ζημιών που υπέστησαν οι καλλιέργειές τους αλλά της υπερχρέωσης, της έλλειψης ρευστότητας και των δυσβάστακτων φορολογικών επιβαρύνσεων των τελευταίων ετών.
Συγκεκριμένα : Το αγροτικό εισόδημα στην Ελλάδα από το 2006-2013 μειώθηκε κατά 27,3% όταν το αντίστοιχο εισόδημα στην ΕΕ – 28 αυξήθηκε κατά 17,7%. Ειδικότερα και σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το αγροτικό εισόδημα (εισόδημα συντελεστών παραγωγής) μειώθηκε από τα 6228 εκατ. ευρώ το 2011 στα 6064 εκατ. ευρώ το 2012 και στα 5511,5 εκατ. ευρώ το 2013.
Στην πρόσφατη δημοσίευση της ΠΑΣΕΓΕΣ ως προς τα βασικά μεγέθη στην αγροτική οικονομίακαταγράφεται μεγάλη αύξηση στο κόστος αγροτικής παραγωγής κατά την πενταετία 2009-2013, με την άνοδο του κόστους των εισροών να υπερβαίνει, σε απόλυτο μέγεθος, το επίπεδο των 600 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξεως του 13% περίπου.
Τονίζεται ότι μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών εισροών η δυσμενέστερη μεταβολή αναφέρεται στο κόστος των ζωοτροφών και της ενέργειας, (πετρέλαιο, ηλεκτρικό ρεύμα) που αυξήθηκε, αθροιστικά, κατά 21% και πλέον στην αναφερόμενη πενταετία. Πρόκειται για δύο κρίσιμες συνιστώσες που αποτελούν σήμερα το 58% περίπου του συνολικού κόστους παραγωγής. Το αποτέλεσμα είναι να προκύπτει σημαντική πτώση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, που μειώθηκε κατά 4,5% περίπου στο διάστημα της διετίας 2011-2013. Δεν θα πρέπει επίσης να παραβλέπεται το υψηλό κόστος του χρήματος στη χώρα μας (επιτόκια δανεισμού) αλλά και η δυσκολία πρόσβασης των αγροτών σε κονδύλια τα τελευταία χρόνια.
Ιδιαίτερα δυσχερής εμφανίζεται σήμερα η πρόσβαση των αγροτών στον τραπεζικό δανεισμό. Όπως προκύπτει από πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος από την ανάλυση της τραπεζικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, διαπιστώνεται ότι ο τομέας της Γεωργίας απορροφά μόλις το 1,6 % του συνόλου των δανείων.
Η σημαντική επιβράδυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προφανώς σχετίζεται άμεσα και με το γεγονός της υπερχρέωσης σημαντικού αριθμού αγροτικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, δεδομένου ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, σε περιπτώσεις ύπαρξης ληξιπρόθεσμων οφειλών δεν υφίσταται πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης. Τα επιτόκια των αγροτικών δανείων των γεωργών ακόμη και πρόσφατα κυμαίνονταν σε ποσοστά της τάξης του 10%, σήμερα συνεχίζουν να παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα, ενώ έχει καταργηθεί και η επιδότηση του επιτοκίου στους αγρότες.
Σε αρκετές περιπτώσεις το κόστος των εισροών υπερβαίνει την αξία των εκροών (όπως είναι γνωστό η αγορά καθορίζει τις τιμές πώλησης των αγροτικών προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο) με αποτέλεσμα η αγροτική εκμετάλλευση να καθίσταται ζημιογόνα, παρά το γεγονός ότι δεν συνυπολογίζονται μέχρι σήμερα στη χώρα μας πολλές παράμετροι που συμμετέχουν σημαντικά στο κόστος παραγωγής, όπως π.χ. η προσωπική εργασία του κατόχου της και των μελών της οικογένειάς του, οι αποσβέσεις του εξοπλισμού κλπ.
Σύμφωνα εξάλλου με πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε η ΠΑΣΕΓΕΣ ως προς τις εξελίξεις στην αγροτική οικονομία, εξαιρετικά μεγάλη άνοδο καταγράφει η επιβολή των φόρων στο αγροτικό τομέα, οι οποίοι από 181,8 εκατ. ευρώ το 2009 ανήλθαν σε 455 εκατ. ευρώ το 2013, σημειώνοντας αύξηση της τάξεως του 150% και πλέον.
Τονίζεται ότι μόνο κατά το 2013 οι φόροι αυξήθηκαν κατά 67% και πλέον. Το αγροτικό εισόδημα έχει υποστεί πρόσθετη μείωση που υπερβαίνει το 1,5 δις. Ευρώ για κάθε ένα από τα δύο τελευταία χρόνια (2013,2014) εξ αιτίας λόγων, όπως η απομείωση της επιστροφής ΦΠΑ, ειδικού φόρου κατανάλωσης, απομείωσης συντάξεων ΟΓΑ, κλπ (επί πλέον της ποσοτικής μείωσης της παραγωγής και της μείωσης των τιμών πώλησης των αγροτικών προϊόντων. Ιδιαίτερη έξαρση εμφανίζουν τα προβλήματα στην κτηνοτροφία, η οποία έχει σημαντικό ρόλο στην αγροτική οικονομία και της χώρας και συμβάλλει ουσιαστικά στην περιφερειακή αγροτική ανάπτυξη και στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού της υπαίθρου.
Παράγει εξαιρετικά ποιοτικά προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας πολλά από οποία είναι ΠΟΠ με κυριότερα, το τυρί ΦΕΤΑ (ΠΟΠ) που είναι αντικείμενο απομίμησης σε παγκόσμιο επίπεδο και το ΓΙΑΟΥΡΤΙ, το οποίο ως στραγγιστό με την ονομασία “Greek Yogurt” έχει καθιερωθεί με μεγάλη επιτυχία στην παγκόσμια αγορά τροφίμων. Όμως η Ελληνική Κτηνοτροφία δεν έχει ωφεληθεί από την αναγνωρισιμότητα /ανταγωνιστικότητα των κύριων προϊόντων της.
Η παραγωγή αγελαδινού γάλακτος, ανέρχεται σήμερα στους 600.000 τόνους περίπου και βαίνει σημαντικά μειούμενη τα τελευταία χρόνια, ενώ οι ανάγκες της χώρας μας σε γάλα και τυροκομικά προϊόντα ανέρχονται σε 1.350.000 τόνους. Η παραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος μειώθηκε κατά 100.000 τόνους περίπου τα τελευταία χρόνια, γεγονός που επηρέασε και την εγχώρια παραγωγή τυριών και ιδιαίτερα της Φέτας Σήμερα η χώρα μας εισάγει το 80 % τουλάχιστον των αναγκών της σε βόειο κρέας, το 70% περίπου σε χοίρειο και το 15% σε κρέας πουλερικών. Χιλιάδες κτηνοτρόφοι έχουν εγκαταλείψει το επάγγελμά τους, ενώ πολλοί άλλοι βρίσκονται στα όρια της εγκατάλειψης. Αυτό συμπαρασύρει και χιλιάδες επιχειρήσεις άλλων τομέων της οικονομίας που εξαρτώνται από την παραγωγή ζωικών προϊόντων και οδηγεί στην ανεργία χιλιάδες εργαζόμενους σε αυτές.
Από τα παραπάνω στοιχεία είναι φανερό πως η κτηνοτροφία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολύ σοβαρή κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής κτηνοτροφίας, είναι το υψηλό κόστος παραγωγής, γεγονός που επηρεάζει τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα του κλάδου, ενώ τη μεγαλύτερη επίδραση στον καθορισμό του συνολικού κόστους των εισροών στην κτηνοτροφία έχουν το κόστος των ζωοτροφών (70% περίπου του συνολικού κόστους λειτουργίας της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης) και το κόστος της ενέργειας.
Αναφορικά με τον τομέα της αλιείας ,σημειώνεται ότι το υψηλό κόστος δανεισμού, η έλλειψη ρευστότητας, η συνεχής αύξηση στα λειτουργικά κόστη των αλιευτικών σκαφών λόγω της εφαρμογής των διατάξεων που απορρέουν από την κοινοτική νομοθεσία για τον έλεγχο των αλιευτικών δραστηριοτήτων (π.χ. υποχρέωση προμήθειας και εγκατάστασης νέου εξοπλισμού στα σκάφη ) απαιτούν επανασχεδιασμό της αλιευτικής πολιτικής με σκοπό την προώθηση των συλλογικών μορφών δράσης (συνεταιρισμοί) και τον εξορθολογισμό της εμπορίας των αλιευμάτων.









