Η πρώτη απόδοση ασύλου για αθεϊα στην Ελλάδα

Η πρώτη, αμετάκλητη δικαστική απόφαση παροχής ασύλου λόγω αθεϊας είναι γεγονός στην Ελλάδα. Πίσω της, υπάρχει μια συγκλονιστική ιστορία διαφυγής από την θανατική ποινή και ένας νομικός αγώνας τεκμηρίωσης των προφανών.

Η είδηση είναι λοιπόν, ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε αμετάκλητη απόφαση, με την οποία αναγνωρίστηκε η αθεϊα ως λόγος ευαλωτότητας που επιβάλλει την παροχή ασύλου σε πρόφυγα, λόγω της άκρως επικίνδυνης κατάστασης στη χώρα του για τους αθέους πολίτες.

Όπως ενημερώνει σχετικά η νομική ομάδα που υπερασπίστηκε το αίτημα του Πακιστανού πρόσφυγα, στην Ισλαμική Δημοκρατία του Πακιστάν η αθεϊα τιμωρείται (ως βλασφημία) με την θανατική ποινή. Οι ελάχιστοι πολίτες που τολμούν να δηλώσουν δημόσια ότι δεν ανήκουν στην επίσημη κρατική θρησκεία διώκονται από τις τοπικές αρχές, φυλακίζονται ή και δολοφονούνται.

«Είναι πολύ σημαντικό» λέει στο Tvxs.gr ο δικηγόρος Βασίλης Σωτηρόπουλος, που υπερασπίστηκε το αίτημα του πρόσφυγα. «Η Σύμβαση της Γενεύης λέει ότι αν διώκεται ένα θρήσκευμα σε μία χώρα, τότε μπορεί να πάρει άσυλο κάποιος. Δεν είχε όμως εφαρμοστεί ποτέ για αθεϊα στην Ελλάδα. Πέρυσι είχαμε κερδίσει και την προσωρινή διαταγή που του έδωσε μια προσωρινή άδεια παραμονής, με αποτέλεσμα ο Βελόπουλος (σσ. ο αρχηγός της Ελληνικής Λύσης) να σηκώσει το θέμα λέγοντας ότι τώρα θα έρχονται και θα λένε ότι είναι άθεοι και θα παίρνουν εύκολα το άσυλο. Κάτι το οποίο δεν ευσταθεί βέβαια γιατί είναι μια πολύ βαριά απόφαση γι’ αυτούς τους ανθρώπους να δηλώσουν κάτι τέτοιο. Υπάρχει και στην Ελλάδα πακιστανική κοινότητα, με ένα μέρος της να έχει επίσης σκληρές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Δεν σημαίνει ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ασφαλής οπουδήποτε στον κόσμο».

«Δεν είναι μόνο το Πακιστάν το θέμα» συνεχίζει. «Είναι πολύ δύσκολο για κάποιον ο οποίος είναι όντως άθεος να κάνει αυτήν την δήλωση στις αρχές και να γίνει γνωστό ότι ενώ προήλθε από αυτό το περιβάλλον το θρησκευτικό, το έχει αφήσει πίσω του, έχει διωχθεί, υπάρχει απόφαση σύλληψής του στη χώρα του κλπ. Επομένως είναι μια πολύ σπάνια εξαίρεση να τολμήσει κάποιος να το διεκδικήσει αυτό ως λόγο ασύλου. Άφησε μια οικογένεια πίσω του στο Πακιστάν και αναγκάστηκε, επειδή τον κυνηγούσε η αστυνομία να τον συλλάβει – όπως συνέλλαβαν άλλους φίλους του – και τους οδήγησαν στις φυλακές, να διαφύγει, για να σώσει την ζωή του. Διότι στο Πακιστάν προβλέπεται θανατική ποινή για την περίπτωσή του.».

 Η σπανιότητα του αιτήματος τεκμαίρεται και από το ότι ο Βασίλης Σωτηρόπουλος γνωρίζει μόνο ένα ανάλογο αίτημα στις ελληνικές αρχές παροχής ασύλου, για το οποίο τον πληροφόρησε η Ένωση Ουμανιστών. Το αίτημα απορρίφθηκε και ο αιτών απευθύνθηκε σε άλλη χώρα, όπου και το πέτυχε.
Αλλά και στην περίπτωση του Πακιστανού πρόσφυγα, το αίτημά του είχε εξεταστεί από τις ελληνικές επιτροπές ασύλου και το αίτημά του είχε κριθεί αβάσιμο. Συγκεκριμένα, τόσο η πρωτοβάθμια όσο και η δευτεροβάθμια επιτροπή είχαν κρίνει αναξιόπιστη την κατάθεσή του, κρίνοντας ότι η αθεϊα του δεν ήταν αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, καθώς και σε  εντελώς δευτερεύοντα σημεία της όπως με ποιόν τρόπο εντοπίστηκε από τις διωκτικές αρχές της χώρας του. Με τις δύο αυτές απορρίψεις, ο πρόσφυγας κινδύνευε να απελαθεί και να αντιμετωπίσει κατηγορία που τιμωρείται με την θανατική ποινή για τις συνειδησιακές επιλογές και πεποιθήσεις του.

Το σκεπτικό

«Και οι δύο αυτές επιτροπές δεν είχαν μπροστά τους μια τέλεια νομολογία» μας εξηγεί ο Βασίλης Σωτηρόπουλος. «Δηλαδή δεν είχαν ένα δικαστήριο που να τους λέει ότι θα εφαρμόσετε αυτό και στην περίπτωση της αθεϊας. Φυσικά δεν τους δικαιολογώ, γιατί ο αιτών ρίσκαρε την ζωή του όταν του απέρριψαν την αίτηση. Του έκαναν διερευνητικές ερωτήσεις όπως “πώς ακριβώς ενημερώθηκαν οι διωκτικές αρχές του Πακιστάν και σε στοχοποίησαν;”. Και ο άνθρωπος είπε “δεν ξέρω πώς έμαθε η αστυνομία για μένα, ξέρω όμως ότι με ψάχνανε”. Είπαν επίσης ότι μπορεί να μην είναι πιστός αλλά δεν θεωρείται χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς του. Αυτό την ώρα που άφησε τη χώρα του γιατί τον κυνηγάνε, υπάρχει καταδικαστική απόφαση του Εφετείου εναντίον του εκεί. Τώρα πια υπάρχει μια απόφαση που λέει στις επιτροπές ποια λάθη δεν πρέπει να κάνουν.».

Ειδικότερα, το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε την οριστική απόφασή του, η οποία κατέστη αμετάκλητη και δυνάμει της οποίας ο πρόσφυγας έλαβε τελικά άσυλο από την Ελληνική Δημοκρατία, ήτοι διεθνή προστασία λόγω ευαλωτότητας.

Το Δικαστήριο εφάρμοσε την Σύμβαση της Γενεύης του 1951, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Ν.Υόρκης του 1968 και κατά την οποία η έννοια του πρόσφυγα αφορά κάθε πρόσωπο «όπερ συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης ή εάν μη έχον υπηκοότητά τινα και ευρισκόμενον εκτός της χώρας της προηγουμένης συνήθους αυτού διαμονής δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να επιστρέψη εις ταύτην».

Ο πρόσφυγας στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε αποδείξει την αθεϊα του, επικαλούμενος βεβαίωση συμμετοχής του στην Ένωση Αθέων και Αγνωστικιστών του Πακιστάν, δημοσιεύματα σχετικά με αποκλεισμό των λογαριασμών του στο Facebook λόγω «βλάσφημου περιεχομένου» και επικαλέστηκε απόφαση πακιστανικού δικαστηρίου που είχε διατάξει την σύλληψή του. Ο πρόσφυγας επικαλέστηκε την επέμβαση πακιστανικών αρχών σε οικίες φίλων του αθέων που τον ειδοποίησαν συνωμοτικά να διαφύγει, ενώ ήδη είχε ξεκινήσει επιχείρηση για την σύλληψή του. Ύστερα από συλλήψεις φίλων του, αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα για να διαφύγει την δίωξη.

Με την αρχική απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Θεσσαλονίοκης, το αίτημα απορρίφθηκε ως αβάσιμο, με το σκεπτικό ότι αφενός οι καταδικασμένοι σε θάνατο άθεοι δεν εκτελούνται από τις αρχές κι αφετέρου ότι  η αθεΐα του συγκεκριμένου πρόσφυγα «δεν είναι ουσιαστική και δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας και της ταυτότητάς του», ενώ “το προφίλ του, ως ατόμου που ασχολείται ερασιτεχνικά με το διαδίκτυο, δεν τον κατατάσσει σε προφίλ υψηλού κινδύνου για να ελκύσει το ενδιαφέρον των πακιστανικών αρχών, καθώς και ότι ο ισχυρισμός του περί δίωξης του από τις αρχές της χώρας του, λόγω της αποστασίας του από το Ισλάμ και των πεποιθήσεων του περί αθεϊσμού, στηριζόταν αποκλειστικά σε εικασίες του ίδιου και, άρα, ότι ο αιτών δεν διέτρεχε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων και δεν μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα.” Ο αιτών άσκησε προσφυγή στην Αρχή Προσφυγών του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη κατά της αρχικής απόρριψης.

 Η Αρχή Προσφυγών έκρινε  μη αξιόπιστους τους ισχυρισμούς του αιτούντος σχετικά με τον λόγο για τον οποίο είχε εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμούσε να επιστρέψει σε αυτή και συγκεκριμένα τους ισχυρισμοί του ότι είχε εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, διότι εκεί είχε στοχοποιηθεί και καταζητείτο από τις αρχές εξαιτίας των αθεϊστικών του πεποιθήσεων, λόγω «ασαφειών, αοριστιών και αντιφάσεων», οι οποίες έπλητταν την εσωτερική συνοχή τους. Αντιφατικές θεωρήθηκαν οι απαντήσεις του όσον αφορά τον λογαριασμό του στο FACEBOOK και μη ικανοποιητική η απάντηση του στην ερώτηση πώς τον εντόπισαν οι τοπικές αρχές και μη ευλογοφανής η κατάθεσή του για τον τρόπο ειδοποίησης και διαφυγής του από την δίωξη.

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ακύρωσε την παραπάνω απόφαση, κρίνοντας δεκτή την αίτηση ακύρωσης του προσφεύγοντος πρόσφυγα, κυρίως γιατί αμφισβητήθηκε η αθεϊα του χωρίς νόμιμη αιτιολογία από τις Ελληνικές αρχές. Το Δικαστήριο έκρινε ότι “ο ως άνω λόγος περί μη νόμιμης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος με το οποίο δεν έγιναν δεκτοί οι ισχυρισμοί του αιτούντος περί των αθεϊστικών του πεποιθήσεων, τυγχάνει βάσιμος, διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση με μη νόμιμη αιτιολογία απορρίφθηκαν, ως γενικόλογοι, αόριστοι και μη ερειδόμενοι σε προσωπικά βιώματα, οι εν λόγω ισχυρισμοί.

Συγκεκριμένα: α) η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αιτών παρέθεσε μόνον έναν γενικό ορισμό για την έννοια της αθεΐας, χωρίς να παραθέσει βιωματικά στοιχεία της καθημερινότητάς του αναφορικά με την αποδοχή από τον ίδιο της προσωπικής θέσης του να μην πιστεύει σε καμία θρησκεία, δεν είναι νόμιμη, διότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι ο αιτών, κατά την προσωπική του συνέντευξη, ανέφερε αφενός συγκεκριμένες καταστάσεις και συγκεκριμένα βιώματα που τον οδήγησαν στη σχετική επιλογή, αφετέρου συγκεκριμένες προσωπικές συνθήκες της καθημερινότητάς του, σχετιζόμενες με τις αθεϊστικές του πεποιθήσεις.

»Ειδικότερα, ο αιτών ανέφερε ότι ένας από τους βασικούς λόγους της επιλογής του να γίνει αθεϊστής ήταν τα φαινόμενα θρησκευτικής βίας στη χώρα καταγωγής του (συγκεκριμένα ανέφερε ότι στο Πακιστάν υπάρχουν «πολλοί τρομοκράτες, που καταστρέφουν την ανθρωπότητα μέσω της θρησκείας»), ενώ επικαλέστηκε συγκεκριμένο περιστατικό που έλαβε χώρα το έτος 2014 στην πόλη Pesawhar, κατά το οποίο εξτρεμιστές μουσουλμάνοι (ταλιμπάν) είχαν εισβάλει σε σχολείο και είχαν δολοφονήσει περίπου 135 παιδιά (περιστατικό το οποίο ελέγχθηκε ως αληθές κατά τη διενεργηθείσα εκ μέρους της Υπηρεσίας Ασύλου έρευνα), εκθέτοντας ταυτόχρονα ότι το εν λόγω περιστατικό τον έκανε να αναρωτηθεί «πως μια θρησκεία μπορεί να επιτρέψει να σκοτώνονται αθώες ψυχές, χωρίς να έχουν φταίξει σε κάτι».

»Περαιτέρω, ο αιτών αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες προσωπικές συνθήκες της καθημερινότητάς του, σχετιζόμενες με τις αθεϊστικές του πεποιθήσεις, όπως η μη συμμετοχή του στη μουσουλμανική λατρεία και ειδικότερα στην προσευχή της Παρασκευής, οι συναντήσεις και συζητήσεις με ομοϊδεάτες του σε πάρκα και ξενοδοχεία της πόλης Καράτσι και οι αναρτήσεις του σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά της μουσουλμανικής θρησκείας (συγκεκριμένα δήλωσε ότι είχε προβεί σε αναρτήσεις κατά του τζιχαντισμού, τον οποίο, κατά την άποψή του, επιτρέπει ο μουσουλμανισμός, και σε αναρτήσεις σχετικά με το ότι δεν είναι ανεκτό, κατά τη γνώμη του, να ακολουθεί κάποιος «τα βήματα ενός Προφήτη, ο οποίος έχει κάνει 11 γάμους και το χειρότερο έναν γάμο με μια εξάχρονη»), και β) η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αιτών υποστήριξε μεν ότι έγινε αθεϊστής, αφού μελέτησε το Κοράνι και άλλες θρησκείες, χωρίς όμως να παραθέσει οποιοδήποτε παράδειγμα ή έστω αναφορά στη συγκριτική μελέτη λοιπών θρησκειών που τον οδήγησε στην αποδοχή του αθεϊσμού, και ότι στις αναρτήσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε περιοριστεί σε κριτική κατά του μουσουλμανισμού, δεν είναι νόμιμη, διότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της ότι ο αιτών, κατά την προσωπική του συνέντευξη, επεξήγησε τον λόγο που τον οδήγησε στην απόρριψη όλων των θρησκειών και συγκεκριμένα δήλωσε πως, κατά τη γνώμη του, όλες οι θρησκείες είναι δημιουργήματα του ανθρώπου (ειδικότερα δήλωσε ότι «όλα αυτά τα βιβλία είναι γραμμένα από ανθρώπους»), ενώ μόνον το γεγονός ότι δεν ανέφερε κάποια άλλη, πέραν του μουσουλμανισμού, θρησκεία που μελέτησε και απέρριψε δεν αρκεί ώστε να καταστήσει νομίμως αιτιολογημένη την κρίση της Επιτροπής περί αοριστίας του σχετικού ισχυρισμού του, δεδομένου μάλιστα ότι δεν του είχε τεθεί σχετικώς κάποια διευκρινιστική ερώτηση.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η δήλωση του αιτούντος πως στις αναρτήσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε προβεί σε κριτική του μουσουλμανισμού δεν δύναται να καταστήσει νομίμως αιτιολογημένη την κρίση της Επιτροπής περί αοριστίας του ισχυρισμού του περί των αθεϊστικών του πεποιθήσεων, δεδομένου ότι παρίσταται εύλογο αυτός να προβαίνει, κατά κύριο λόγο, σε κριτική της επικρατούσας στη χώρα του θρησκείας και όχι άλλων θρησκειών. Τέλος, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, κατά την αξιολόγηση για το βάσιμο του φόβου του αιτούντος διεθνή προστασία ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή εάν αυτός χαρακτηρίζεται πράγματι ή χαρακτηρίζεται σε συγκεκριμένο βαθμό έντασης από το θρησκευτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει τη δίωξη (εν προκειμένω από την αθεΐα), υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από τον φορέα της δίωξης, κατά τα ρητώς οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ.2 του π.δ.141/2013.”

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ακύρωσε και τους ισχυρισμούς των ελληνικών αρχών ότι δήθεν δεν ηταν ευλογοφανείς και σαφείς οι ισχυρισμοί του, με πλήρη επανέλεγχο των στοιχείων που προσκόμισε ο αιτών. Μάλιστα, το Δικαστήριο διέταξε την επιστροφή του παραβόλου (150 ευρώ) και των δικαστικών εξόδων (405 ευρώ) στον αιτούντα.

Για τον Β. Σωτηρόπουλο η απόφαση αυτή είναι σημαντική και για έναν άλλο λόγο. «Για το πόσο  μεγάλη προσοχή πρέπει να δείχνουν οι επιτροπές ασύλου σε ζητήματα τα οποία κρίνουν ανθρώπινες ζωές.».

 

tvxs.gr