«Από τον Αίσωπο στον La Fontaine» του Φάνη Κωστόπουλου

Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι οι μύθοι τους οποίους πήρε ο Λαφονταίν (1621-1695) από τον Αίσωπο και τους δούλεψε δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια απλή μετάφραση.

kostopoulos-26092017

 

Είναι όμως αρκετά μεγάλος ποιητής ο Λαφονταίν για ν’ αρκεστεί, όπως λένε, σε μια απλή μετάφραση.

Μπορεί να πήρε για θέμα του τους μύθους του Αισώπου, κάτι που άλλωστε δεν το αρνείται («Je chante les héros dont Esope est le père»), τούτο όμως δεν σημαίνει πως ο ίδιος δεν είχε τίποτα να προσθέσει στο υλικό που παρέλαβε.

Το να λέμε όμως απλώς τη γνώμη μας δεν σημαίνει βέβαια τίποτα. Μόνο μια σύγκριση θα μας δώσει να καταλάβουμε τι πήρε από τον Αίσωπο ο Λαφονταίν και τι είχε το πνεύμα του να μας δώσει.

Παίρνω, λοιπόν, έναν από τους πιο γνωστούς μύθους του Αισώπου, τον οποίο βέβαια δούλεψε και συμπεριέλαβε στους μύθους του και ο Λαφονταίν.

Πρόκειται για τον ωραίο μύθο Κόραξ και αλώπηξ που διαβάστηκε και αγαπήθηκε όχι μόνο από τα παιδιά, αλλά και από τους μεγάλους.

Τα κείμενα των δύο μυθογράφων δίνονται εδώ σε μετάφραση, ενώ το γαλλικό και το αρχαίο ελληνικό κείμενο μπορεί κανείς να τα διαβάσει στις σημειώσεις αυτού του κειμένου. Ας αρχίσουμε με το κείμενο του Αισώπου:

Κόρακας και αλεπού
Ένας κόρακας άρπαξε ένα κομμάτι κρέας και πήγε και 
έκατσε πάνω σε ένα δέντρο. Μια αλεπού που τον είδε
ορέχτηκε το κρέας και θέλησε να του το πάρει, γι’ αυτό 
και στάθηκε κάτω απ’ το δέντρο και άρχισε να τον επαινεί
πως ήταν μεγαλόσωμος και ωραίος. Του έλεγε ακόμα ότι
θα μπορούσε να ήταν βασιλιάς των πουλιών και ότι αυτό 
θα συνέβαινε αν είχε και φωνή. Και αυτός, επειδή ήθελε να
της δείξει ότι είχε και φωνή, άφησε να του πέσει το κρέας και
έκραξε δυνατά. Αμέσως τότε εκείνη έτρεξε, άρπαξε το κρέας 
και του είπε: «Ε, Κόρακα, αν είχες και μυαλό, τίποτε δεν 
θα σου έλειπε για να γίνεις βασιλιάς όλων των πουλιών» [1].

Ας δούμε τώρα πώς μας δίνει τον ίδιο μύθο ο Λαφονταίν στην έμμετρη μετάφραση που δίνω εδώ για την περίπτωση.

Κόρακας και Αλεπού

Στο δέντρο απά ο κυρ Κόρακας μόνος είχε κουρνιάσει
Κι είχε στο ράμφος του τυρί έτοιμο να το φάει.
Το μύρισε η κυρ’ Αλεπού, την έκοψε η πείνα
Κι αμέσως στον κυρ Κόρακα με πονηριά μιλάει.

«Σας είδα, κύριε Κόρακα, και σας καλημερίζω.
Τι νόστιμος που είσαστε! Κι αλήθεια πόσο ωραίος!
Χωρίς καμιάν υπερβολή, αν κι η φωνή σας είναι
Σαν τα φτερά σας όμορφη, σας το δηλώνω ευθέως:

Είστε ο φοίνιξ των πουλιών που κατοικούν στα δάση».
Στα λόγια αυτά από χαρά βγαίνει απ’ τη λογική του
Και για να δείξει πως φωνή δεν του ’λειπε ωραία,
Το ράμφος του άνοιξε πολύ κι έπεσε το τυρί του.

Τ’ άρπαξε τότε η αλεπού κι αυτά τα λόγια του ’πε:
«Μάθε, καλέ μου κύριε, οι κόλακες πώς ζούνε:
Μ’ έξοδα πάντοτε αυτουνού που θε να τους ακούει
Και το τυρί για πληρωμή στο μάθημα κρατούνε».

Ο Κόρακας όλο ντροπή και σύγχυση μεγάλη
Ορκίστηκε, μα λίγο αργά, να μην το πάθει πάλι» [2].

Στο κείμενο του Αισώπου παρουσιάζονται ο κόρακας και η αλεπού να κουβεντιάζουν με ανθρώπινη φωνή μέσα στο δάσος. Τα ίδια ζώα, στον ίδιο τόπο, μας δίνονται και στο κείμενο του Λαφονταίν. Δεν είναι όμως ακριβώς τα ίδια με εκείνα του Αισώπου. Πράγματι, μπορεί να μιλάνε και αυτά όπως του Αισώπου με ανθρώπινη φωνή μέσα στο δάσος, δείχνουν όμως στο προσεχτικό αυτί ακόμη κάτι. Δείχνουν ότι ζουν σε ανθρώπινη κοινωνία και συμπεριφέρονται όπως οι άνθρωποι. Ίσως θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν είναι ζώα, αλλά άνθρωποι που κρύβονται κάτω από τη μορφή ζώων. Ακόμη και τα ονόματά τους, κοράκι και αλεπού, στο κείμενο του Λαφονταίν λειτουργούν ως κύρια ονόματα ανθρώπων. Γι’ αυτό και γράφονται με κεφαλαία και συνοδεύονται με την κατάλληλη κοινωνική προσφώνηση, όπως ακριβώς γινόταν την εποχή του βασιλιά Ήλιου και του ίδιου του Λαφονταίν. Αυτός είναι ο λόγος που το κοράκι παρουσιάζεται ως «Maître Corbeau» στο πρωτότυπο και ως «κυρ Κόρακας» με κεφαλαίο Κ στη μετάφραση. Η λέξη «maître» την εποχή του Λαφονταίν ήταν τιμητικός τίτλος που απέδιδαν σε διακεκριμένους πολίτες. Η ίδια όμως λέξη συνοδεύει και το όνομα της αλεπούς. Εδώ όμως η λέξη αυτή έχει άλλη σημασία. Πρόκειται για επαγγελματική προσφώνηση η οποία δηλώνει τη δεξιότητα που έχει κάποιος στην τέχνη την οποία ασκεί ως επάγγελμα. Και η τέχνη που κατέχει εδώ η αλεπού και κερδίζει μ’ αυτή τη ζωή της είναι η τέχνη του κόλακα. Πράγματι, αν προσέξουμε καλά το κείμενο, θα δούμε ότι η αλεπού, ούτε λίγο ούτε πολύ, παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος της Συντεχνίας των Κολάκων.

Στον 17ο αιώνα, την εποχή δηλαδή του Λαφονταίν, οι συλλογές των αισώπειων μύθων που κυκλοφορούσαν έδιναν τέσσερις παραλλαγές αυτού του μύθου. Στη μία απ’ αυτές το κοράκι έχει στο ράμφος του ένα κομμάτι τυρί. Στις άλλες τρεις ένα κομμάτι κρέας [3]. Φυσικά ο Λαφονταίν προτίμησε την παραλλαγή με το τυρί, για να δηλώσει προφανώς ότι ακόμη και η τροφή αυτών των ζώων δεν είναι τροφή του δάσους, αλλά τροφή της οποίας η προέλευση δηλώνει την ανθρώπινη κοινωνία. Επίσης στο κείμενο του Αισώπου η αλεπού έρχεται κάτω απ’ το δέντρο όπου είναι το κοράκι και αρχίζει τις κολακείες της. Στον Λαφονταίν δεν γίνεται έτσι. Η αλεπού, για να πιάσει κουβέντα με το κοράκι, πλησιάζει και συμπεριφέρεται όπως ακριβώς οι άνθρωποι της εποχής του Λαφονταίν. Αφού, δηλαδή, τον προσφωνήσει με το όνομά του και τον τιμητικό τίτλο τού «maître», και αφού του αποδώσει τον οφειλόμενο χαιρετισμό, μόνο τότε βάζει σε ενέργεια ό,τι έχει στο μυαλό της. Τέλος, ο μύθος δεν τελειώνει και στα δύο κείμενα με τον ίδιο τρόπο. Στον Αίσωπο, η αλεπού, αφού ξεγελάσει το κοράκι και του πάρει το κρέας, του λέει: «Ε, κόρακα, αν είχες και μυαλό, τίποτε δεν θα σου έλειπε για να γίνεις ο βασιλιάς όλων των πουλιών». Και ενώ παραδέχεται, έστω και ειρωνικά, πως φωνή, για να γίνει το κοράκι βασιλιάς των πουλιών, είχε, του βρίσκει ξαφνικά μιαν άλλη κι ακόμη πιο μεγάλη έλλειψη, του μυαλού, την οποία είχε βέβαια προβλέψει και τώρα την επιβεβαίωνε, αφού πρώτα κατάφερε να του πάρει το κρέας που τόσο ήθελε. Για το πώς αντιδρά το κοράκι δεν λέει τίποτα ο Αίσωπος. Και δεν λέει γιατί δεν τον ενδιαφέρει η αντίδραση ενός ανόητου, είτε πρόκειται για ζώο είτε πρόκειται για άνθρωπο.

Στο κείμενο του Λαφονταίν ο μύθος τελειώνει διαφορετικά. Η αλεπού και το κοράκι παρουσιάζονται, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ως μέλη της κοινωνίας των ανθρώπων. Επομένως, αν στο δάσος η απάτη θεωρείται εξυπνάδα, στην ανθρώπινη κοινωνία είναι πράξη αξιοκατάκριτη και αξιόποινη. Και αυτό ως μέλος της ανθρώπινης κοινωνίας η αλεπού το ξέρει καλά. Γι’ αυτό εκείνο που την ενδιαφέρει δεν είναι να δώσει απάντηση στο κοράκι για το αν είχε, πράγματι, φωνή για να θεωρηθεί ο φοίνιξ των πουλιών. Εκείνο που την ενδιαφέρει είναι ν’ αποδείξει ότι το κομμάτι τυρί που τόσο λαχταρούσε το απόκτησε όχι με απάτη, όχι με πράξη αδικίας, αλλά όπως κάθε τίμιος άνθρωπος κερδίζει το ψωμί του: με την εργασία. Και η αλεπού αυτό, πράγματι, ισχυρίζεται, ότι κέρδισε το τυρί με την εργασία της, με το μάθημα, δηλαδή, που έδωσε στο κοράκι. Έτσι καμία αδικία δεν διαπράττεται: Η αλεπού πήρε την αμοιβή της και το κοράκι το μάθημα που χρειαζόταν για τη ζωή. Και αυτή την αμοιβή την αξίζει η αλεπού, γιατί με αυτό το μάθημα έδωσε στο κοράκι να καταλάβει μια αδυναμία που είχε – κάτι που θα το διδάξει να μην ξαναπέσει στο μέλλον στο ίδιο σφάλμα. Γι’ αυτό και το κοράκι όχι μόνο δεν θύμωσε για ό,τι του έκανε η αλεπού, αλλά τελείως αντίθετα ένιωσε ντροπή για τον εαυτό του που επέτρεψε να του παίξουν ένα τόσο άσχημο παιχνίδι, και ορκίστηκε –όπως θα ορκιζόταν κάθε άνθρωπος στη θέση του– να μην αφήσει να το γελάσουν άλλη φορά.

Υπάρχει στο κείμενο του Λαφονταίν ακόμη κάτι που πρέπει να προσέξουμε. Στο κείμενο του Αισώπου η αλεπού λέει στο κοράκι πως αν είχε και ωραία φωνή θα μπορούσε να γίνει βασιλιάς των πουλιών. Ο Λαφονταίν (δεν θέλει και πολλή προσοχή να το καταλάβει κανείς) αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τη λέξη «βασιλιάς», μολονότι στα δικά του ζώα, καθώς παρουσιάζονται ως τύποι της ανθρώπινης κοινωνίας, θα ταίριαζε, έχω τη γνώμη, καλύτερα η λέξη «βασιλιάς» από τη λέξη «φοίνιξ» που χρησιμοποίησε. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο Λαφονταίν δεν το πρόσεξε. Το πρόσεξε και πολύ καλά μάλιστα. Οι λόγοι όμως που τον ανάγκασαν ν’ αποφύγει αυτή τη λέξη ήταν καθαρά πολιτικοί. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο Λαφονταίν, όταν το θέμα το επιτρέπει, δεν περιορίζεται μόνο στην αφήγηση του μύθου. Προσπαθεί να τους κάνει πιο επίκαιρους και πιο ενδιαφέροντες με αναφορές ή υπαινιγμούς σε πολιτικές καταστάσεις της εποχής του. Έτσι, για παράδειγμα, παραθέτω τους τελευταίους στίχους από τον 5ο μύθο του 2ου βιβλίου:

Plusieurs se sont trouvés, qui d’écharpe changeants
Aux dangers, ainsi qu’elle, ont souvent fait la figue.
Le sage dit, selon les gens:
Vive le Roi, vive la Ligue [4].

Από τη στιγμή, λοιπόν, που υπάρχουν στους μύθους του αναφορές στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του, θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός όχι μόνο στις πολιτικές του αναφορές και υπαινιγμούς, αλλά και σε κάθε απλή λέξη που θα μπορούσε να δώσει λαβή στους εχθρούς του για καταγγελίες. Και η λέξη «βασιλιάς» ήταν μια τέτοια λέξη. Ήταν γιατί θα μπορούσαν να τον κατηγορήσουν ότι με τη λέξη αυτή υπονοεί τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ και τον συσχετίζει με το ανόητο κοράκι. Και οι φόβοι αυτοί δεν ήταν αβάσιμοι, αν σκεφτεί κανείς ότι την εποχή που έγραφε τα πρώτα 6 βιβλία των μύθων είχε συμβεί ένα πολιτικό γεγονός που συντάραξε τη Γαλλία: Ο φθόνος του Λουδοβίκου ΙΔ΄ για τον πλούτο και τη χλιδή του Μ. Fouquet είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη και τη φυλάκιση του ισχυρού αυτού άντρα, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν, με τα σημερινά δεδομένα, υπουργός των Οικονομικών της Γαλλίας. Ο Λαφονταίν ήταν στενός φίλος του Fouquet και δεν πρέπει να μας εκπλήττει το γεγονός ότι έζησε στις πολυτελείς κατοικίες που είχε ο φίλος του στο Saint Maudé και στο Vaux από το 1657 ως το 1661. Ο Μολιέρος, μάλιστα, είχε έρθει με τον θίασό του στο Vaux και είχε ανεβάσει τα έργα L’ école des maris και Les fâcheux. Tέλος, η φυλάκιση του Fouquet έκανε μερικούς μελετητές να πιστεύουν ότι «ο άνθρωπος με το σιδηρούν προσωπείον», οποίος –όπως δείχνει και η αφήγηση του Βολταίρου– ήταν ένα από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, πρέπει να ήταν ο Fouquet. Και για να γυρίσουμε πάλι στον ποιητή των μύθων, προσθέτω ότι ο Λαφονταίν δεν ήταν μόνο στενός φίλος που Fouquet, αλλά και ένας από τους λίγους που του έμειναν πιστοί μετά τη σύλληψή του. Τρανή απόδειξη η Elégie aux nymphes de Vaux (1661), την οποία έγραψε για τον φίλο του. Σ’ αυτή την ελεγεία ο Fouquet κρύβεται πίσω από το όνομα Oronte. Κατάπληκτος από την απότομη πτώση του, λέει σε έναν από τους στίχους αυτής της ελεγείας: Ηélas qu’ il est déchu de ce Bonheur supreme (Aλίμονο! Πώς έπεσε τόσο χαμηλά από μια τόσο υπέρτατη ευτυχία!) Η στενή, λοιπόν, φιλία του με τον Fouquet και στη συνέχεια η ξαφνική και γρήγορη πτώση του φίλου του τον έκαναν να είναι προσεκτικός και σε απλές λέξεις, όπως στην παρούσα περίπτωση με τη λέξη «βασιλιάς». Το πουλί φοίνιξ ήταν η καλύτερη λύση. Όχι μόνο του έδινε τη δυνατότητα να εκφράσει αυτό που ήθελε με τη λέξη «βασιλιάς», αλλά και απομάκρυνε τον κίνδυνο, όπως είπα και πιο πάνω, να κατηγορηθεί από τους εχθρούς του ότι με το κοράκι υπονοεί τον Λουδοβίκο ΙΔ΄. Από όσο γνωρίζω, η περίπτωση αυτή δεν έχει προσεχθεί από τους Γάλλους μελετητές του έργου του. Και τούτο ίσως γιατί δεν είχαν δίπλα τους το κείμενο του Αισώπου, για να επισημάνουν τη διαφορά και να αναζητήσουν τους λόγους που την επέβαλαν.

Ύστερα από όσα ειπώθηκαν, έγινε, νομίζω, αρκετά φανερό ότι ο Λαφονταίν έδωσε στους μύθους που πήρε από τον Αίσωπο όχι μόνο μια δική του πνοή και τους έντυσε με στοιχεία της κοινωνίας όπου ζούσε, αλλά και τους τεχνούργησε τόσο άψογα, ώστε ν’ αγγίζουν την τελειότητα και να κάνουν τους Γάλλους να λένε με δίκαιη υπερηφάνεια ότι «les enfants sucent ces fables avec le lait».

Σημειώσεις

[1] «Κόραξ και αλώπηξ»
Κόραξ κρέας αρπάσας επί τινος δένδρου εκάθισεν. Αλώπηξ δε τούτον θεασαμέη και βουλομένη του κρέως περιγενέσθαι κτάσα επήνει αυτόν ως ευμεγέθη τε και καλόν, λέγουσα και ότι πρέπει αυτόν μάλιστα ορνέων βασιλεύειν, και τούτο πάντως αν γένοιτο, ει και φωνήν έχει, ο δε παραστήσαι αυτή θέλων, ότι και φωνήν έχει, απόβαλών το κρέας μεγάλα εκεκράγει. Εκείνη δε προσδραμούσα και το κρέας αρπάσασα έφη∙ «ω κόραξ,, και φρένας ει είχες, ουδέν αν εδέησας εις το πάντων βασιλεύσαι».

[2] «Le Corbeau et le Renard»
Maître Corbeau, sur un arbre percé,
Tenait en son bec un fromage.
Maître Renard par l’ odeur alléché, 
Lui tint ὰ peu près ce langage:
«Hé! bonjour, Monsieur du Corbeau, 
Que vous ētes joli! que vous que vous me semblez beau!
Sans mentir, si votre ramage
Se rapporte ὰ votre plumage,
Vous étes le phénix des hôtes de ces bois. »
Á ces mots le Corbeau ne se sent pas de joie;
Et pour montrer sa delle voix,
Il ouvre un large bec, laisse tomber sa proie.
Le Renard s’ en saisit, et dit: « Mon bon monsieur,
Apprenez que tout le flatteur
Vit aux dépens de celui qui l’écoute:
«Cette leçon vaut bien un fromage, sans doute». 
Le Corbeau, honteux et confus,
Jura, mais un peu tard, qu’ on ne l’ y prendrait plus.

[3] La Fontaine, Fables (Introduction, notes et relevé de variantes par Georges Couton), édit. Garnier Frères, Paris, 1962, p. 409

[4] Oι στίχοι είναι από τον μύθο «Η νυχτερίδα και οι δυο νυφίτσες» («La Chauve-souris et les deux Belettes»). Σ’ αυτόν τον μύθο η νυχτερίδα συμπεριφέρεται όπως και πολλοί άνθρωποι οι οποίοι στους κινδύνους και στις μεταβολές που φέρνουν οι πολιτικές καταστάσεις αλλάζουν ιδεολογία και πολιτικό κόμμα, και πηγαίνουν με όποια πολιτική παράταξη επικρατήσει. «Ζήτω ο βασιλιάς», λοιπόν, «Ζήτω και η Λίγκα» ή, όπως λέμε για τους καιροσκόπους στη γλώσσα μας, «όπου φυσάει ο άνεμος».

 

diastixo.gr