Το Σάββατο του Λαζάρου θεωρείται μέρα του θανάτου και της ζωής – Το θαύμα είναι το τρίτο της Ανάστασης που έχει κάνει ο Ιησούς Χριστός.
Το Σάββατο του Λαζάρου είναι ακριβώς μια εβδομάδα πριν την Ανάσταση του Κυρίου και την Κυριακή του Πάσχα. Σε κάποια χωριά μάλιστα οι αγρότες δεν μαζεύουν τη σοδιά τους την ημέρα αυτή, γιατί φοβούνται ότι οι καρποί της γης φέρουν τον θάνατο μέσα τους, μιας και το Σάββατο αυτό θεωρείται μέρα θανάτου και ζωής.
Πριν από του Λαζάρου είχε αναστήσει την κόρη του Ιαείρου και τον γιο της χήρας στην πόλη Ναΐν. Ο Λάζαρος αρρώστησε και , οι αδελφές Μάρθα και Μαρία, ειδοποίησαν τον Χριστός για την αρρώστια του και να έρθει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ο Χριστός καθυστέρησε τη μετάβαση Του και η Μάρθα Τον οδήγησαν στον τάφο. Εκεί δάκρυσε και «διέταξε» τους παριστάμενους να αφαιρέσουν το λίθο πού κάλυπτε τον τάφο. Στην συνεχεία προσευχήθηκε στον Πατέρα του λέγοντας: «πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου.» Έπειτα αφού έστρεψε τα μάτια του προς τον τάφο αναφώνησε με μεγάλη φωνή »Λάζαρε, δεύρο έξω.» Ο Λάζαρος σιγά σιγά, έπειτα από την επίκληση του Ιησού, άρχισε να βηματίζει προς τα έξω. Πιο διαδεδομένο έθιμο για το Σάββατο του Λαζάρου είναι τα «κάλαντα του Λαζάρου».
Τα κάλαντα ήταν αποκλειστικά σχεδόν γυναικεία υπόθεση με τις μικρές «Λαζαρίνες» να τραγουδούν και να αναγγέλλουν τη χαρμόσυνη εορτή. Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στα χωράφια και μάζευαν λουλούδια με τα οποία στόλιζαν μικρά καλαθάκια. Φορώντας ειδικές στολές, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα. Τα έθιμα του Λαζάρου ιδίως κατά την Τουρκοκρατία είχαν κοινωνική σκοπιμότητα αφού έτσι οι κοπέλες μπορούσαν να βρεθούν εκτός σπιτιού και να γνωρίσουν αγόρια προκειμένου να ακολουθήσουν αρραβωνιάσματα και γάμοι.
«Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες. Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους, δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι, της καρδούλας μου το λέω και μοιρολογώ και κλαίω. Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε, με υγεία να σας βρούμε, και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει, να ζήσει χρόνια εκατό και να τα ξεπεράσει.»
Για “Λάζαρο” βαστούσαν έναν ξύλινο κόπανο για τα ρούχα, τυλιγμένο με παρδαλά κομμάτια από πανιά, ίδιο μωρό. Σε άλλα μέρη πάλι έντυναν με χτυπητά πολύχρωμα υφάσματα μια ρόκα, μια κούκλα, έναν καλαμένιο σταυρό και τα στόλιζαν με κορδέλες και λουλούδια. Στη Σκύρο έπαιρναν την τρυπητή κουτάλα, “τη σιδεροχουλιάρα”. Έβαζαν σε κάθε τρύπα και από ένα άσπροπούλι -άσπρη μαργαρίτα- ένα κόκκινο γαρίφαλο για στόμα και σχημάτιζαν το πρόσωπο. Έδεναν σταυρωτά πάνω στην κουτάλα ένα ξύλο, για να κάνουν τα χέρια, της φορούσαν και ένα πουκαμισάκι ή ένα μωρουδίστικο ρούχο και ο “Λάζαρος” ήταν έτοιμος.
Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ζυμώνουν ανήμερα το πρωί του Σαββάτου ειδικά κουλουράκια, τα οποία τα ονομάζουν «Λαζαράκια», «Λαζάρηδες» ή αλλιώς και «Λαζαρούδια». Στα «λαζαράκια» δίνουν το σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις εικόνες. Όσα παιδιά έχει η οικογένεια τόσους «λαζάρηδες» πλάθουν και στη θέση των ματιών βάζουν δυο γαρίφαλα. Στην Κω, η παράδοση ήθελε κάποτε τις αρραβωνιασμένες κοπέλες να φτιάχνουν ένα λαζαράκι σε μέγεθος μικρού παιδιού, γεμισμένο με χίλια δυο καλούδια και κεντημένο σχεδόν σαν τις κουλούρες του γάμου, για να το στείλουν στο γαμπρό. Τα «λαζαρούδια» πολλές νοικοκυρές τα γέμιζαν με αλεσμένα καρύδια, αμύγδαλα, σύκα, σταφίδες, μέλι, πρόσθεταν πολλά μυρωδικά και τα παιδιά ξετρελαίνονταν να τα τρώνε ζεστά.