Γνωριμία με ένα από τα ωραιότερα χωριά της Λέσβου και το επίνειό του, πηγή έμπνευσης του μεγάλου Μυριβήλη και τόπο διακοπών πολλών πιστών φίλων με ή και χωρίς καταγωγή.«Η ομορφιά που ’χει από φυσικό του ο τόπος εδώ γύρω είναι να τη βλέπεις και να σαστίζεις με την πλούσια καρδιά του Θεού. Τούτη η αιολική ακρογιαλιά δεν λέει να χάσει τη χαρά και τη χάρη της, θέλεις ο Αύγουστος καίγει τον κόσμο, θέλεις ο χειμώνας τον βαρά. Γιατί οι γραμμές απ’ τα βουνά κατεβαίνουν χορευτικά ως το γιαλό, η στεριά κυματίζεται σερπετή σαν το πέλαγο κι από παντού κατηφορίζουν τα δέντρα, οι πολύχρωμοι βράχοι, και τα νερά φουρφουρίζουνε βιαστικά ως τ’ ακρογιάλι»*.Ο Στρατής ή Στράτης Μυριβήλης (1892-1969) ευτύχησε να γεννηθεί και να ζήσει σε αυτόν τον τόπο και αυτός ο τόπος ευτύχησε να έχει τον παγκοσμίου φήμης λογοτέχνη να περιγράφει τις ομορφιές και την ιστορία του.
Το χωριό της Συκαμινέας (Συκαμιάς ή Σκαμνιάς για τους ντόπιους), που οφείλει το όνομά του στις πολλές μουριές της περιοχής, βρίσκεται στη ράχη του ψηλότερου βουνού της Μυτιλήνης, του Λεπέτυμνου. Εκεί, στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού, ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση με πεύκα, πλατάνια και ελιές, ο παραδοσιακός οικισμός της Συκαμιάς ξεχωρίζει από μακριά με τα αρχοντικά, πετρόκτιστα σπίτια, τη θέα στο Αιγαίο που μαγνητίζει και τα καλαίσθητα καλντερίμια.
Πολύ όμορφο, οργανωμένο και ενδιαφέρον είναι και το Λαογραφικό Μουσείο της Συκαμιάς, λίγο πιο κάτω από την οικία Μυριβήλη, που δεν είναι ανοιχτή σε επισκέπτες, και την τρίκλιτη βασιλική εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Στο μουσείο, το οποίο στεγάζεται στο πέτρινο κτίριο του δημοτικού σχολείου του χωριού, υπάρχει κι ένα δωμάτιο με τα προσωπικά αντικείμενα του Στρατή Μυριβήλη.
Κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα, το παρατηρητικό μάτι του επισκέπτη μπορεί να δει τις πεζούλες από ξερολιθιά που είχαν φτιάξει οι Σκαμνιώτες για να ξαποσταίνουν στο ανέβασμα, τις «καθίστρες» όπως τις έλεγαν. Λίγο πριν φτάσει στη Σκάλα, όπως λένε στο νησί τα επίνεια των ορεινών χωριών, αντικρίζει ένα γύρο τους ελαιώνες, που μαζί με την αλιεία αποτελούν βασική πηγή εσόδων για τους μόνιμους κατοίκους του νησιού.
Της Παναγιάς τα ράχτα
Η Σκάλα της Συκαμιάς, ένα ψαροχώρι μια στάλα μικρό, έχει τέτοια αύρα και φυσική ομορφιά, που αποτελεί ιδανικό προορισμό για όσους θέλουν ήσυχες, ξεκούραστες διακοπές κοντά στη φύση. Κι όποιος βρεθεί εκεί δύσκολα θα θέλει να φύγει.
Σήμα κατατεθέν του χωριού η Παναγιά η Γοργόνα, το ξωκλήσι που ορθώνεται πάνω στον μεγάλο βράχο μπροστά στο λιμανάκι με τα ψαροκάικα, τις τράτες και τα τρεχαντήρια. Το βράχο αυτό τον λένε οι παλιοί «Της Παναγιάς τα ράχτα». Οπως λέει και πάλι ο Μυριβήλης, «…ανεβαίνεις στα ράχτα, γυρίζεις μια βόλτα τη ματιά ένα γύρο, στεριάς και πελάγου, και δακρύζει το μάτι σου. Ενα αναγάλλιασμα στάζει από τα δέντρα, αναβρύζει από τα καστανά και κόκκινα χώματα, από τις πέτρες και τα νερά»*. Αυτή είναι η αίσθηση που έχει κανείς στη Σκάλα: ότι οι έγνοιες και τα προβλήματα μπορούν να περιμένουν, δεν έχουν χώρο σε τούτη τη χαλάρωση και τη γαλήνη.
Το ξωκλήσι έχει πάρει το όνομά του από τη χαρακτηριστική τοιχογραφία άγνωστου λαϊκού ζωγράφου που απεικόνιζε την Παναγία με ουρά γοργόνας, αλλά δεν υπάρχει πια στην εκκλησία. Το καλοκαίρι γίνονται πολλά βαφτίσια και γάμοι εκεί, καμιά φορά στις νύφες αρέσει να έρχονται πάνω σε κάποιο ψαροκάικο. Ολες όμως οι λειτουργίες στην Παναγιά τη Γοργόνα αποκτούν άλλη χάρη, καθώς βγαίνουν από το μικρό ξωκλήσι και ανοίγονται στο λιμάνι και σε όλο το χωριό. Οσο για το ηλιοβασίλεμα από τα ράχτα με θέα το Αιγαίο, είναι ασφαλώς σαγηνευτικό. Από τον μεγάλο βράχο της Παναγιάς φυτρώνει και απλώνεται μια αγριοσυκιά που αντιστέκεται στην αρμύρα και δεν μαραίνεται.
Στο κέντρο του χωριού, πάνω από το ψαραδολίμανο, βρίσκεται η μουριά που είναι πάνω από 130 χρονών κι επειδή εκεί καθόταν ο Μυριβήλης, τη φωνάζουν «Η μουριά του Μυριβήλη». Εκεί, στην πλατεία όπως τη λένε, κι ας μη μοιάζει τόσο με πλατεία παρά με ανοιχτωσιά, έχει ταβερνάκια που προσφέρουν νόστιμους μεζέδες και καφετέριες με δροσερά ποτά και γλυκίσματα. Λίγο πιο πέρα, ένας τεράστιος πλάτανος σκορπίζει κάθε καλοκαίρι τα φύλλα του στην πλατεία κι όλο και κάποιον Σκαλιώτη θα δεις να τα σκουπίζει πρωί-πρωί. Στις ρίζες του αναβλύζει πηγή με δροσιστικό νεράκι, που τα παιδιά τιμούν συχνά όταν ξαποσταίνουν λίγο από το παιχνίδι τους.
Γύρω από τον πλάτανο, καθώς και πάνω από την πλατεία, βρίσκονται τα πρώτα σπίτια του χωριού.
Πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, στη Σκάλα έμεναν μόνο όσοι Σκαμνιώτες ήταν ψαράδες και είχαν μικρομάγαζα εκεί κάτω, καθώς και κάποιοι Τούρκοι. Οταν ήρθαν οι πρόσφυγες και έγινε ανταλλαγή πληθυσμών, κάποια από αυτά τα σπίτια κατοικήθηκαν από τους νεοφερμένους. Οι περισσότεροι, όμως, έμεναν σε παραπήγματα. Ετσι, στη συνέχεια κτίστηκε ο Συνοικισμός, λίγο πιο πέρα από την πλατεία, ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο προς την παραλία της Σκάλας. Πηγαίνοντας για τον Συνοικισμό, πάνω στον παραλιακό δρόμο, βρίσκεται και το μοναδικό αρχοντόσπιτο της Σκάλας, περικυκλωμένο από τη μεγάλη του αυλή και τα ψηλά κάγκελα σαν απόρθητο κάστρο.
Παραλίες
Η παραλία της Σκάλας, ο Πλάτανος, όπως τον λένε οι ντόπιοι, είναι η μία από τις δύο κοντινές επιλογές για μπάνιο. Η Λέσβος είναι γνωστή για τις πεντακάθαρες, κρυστάλλινες θάλασσες, ειδικά στο Βορρά. Η Σκάλα Συκαμιάς, μάλιστα, είναι ο βορειότερος οικισμός του νησιού. Καταπώς φυσάει ο άνεμος, οι ψαράδες ξέρουν να σου πουν αν θα είναι κρύα ή όχι η θάλασσα κι αν θα έρθουν προς τη στεριά μας τα ρεύματα που περνούν ανάμεσα στο νησί και τα τόσο κοντινά παράλια της Τουρκίας. Ο Πλάτανος είναι λίγο έξω από τον Συνοικισμό, στον παλιό χωματόδρομο που πάει προς τον Μόλυβο, έχει κατά μήκος του άφθονη τη σκιά από τα μεγάλα αρμυρίκια και στη σειρά παγκάκια και ντουσιέρες.
Στην άλλη άκρη του χωριού, περίπου 1,5 χιλιόμετρο από την πλατεία της Σκάλας, βρίσκεται η παραλία της Κάγιας με άμμο και μικρά βοτσαλάκια, επίσης άφθονη σκιά από τα αρμυρίκια, ντουσιέρες, αλλαξιέρες και δύο πολύ συμπαθητικά ταβερνάκια με φρέσκους ψαρομεζέδες και άλλες νοστιμιές. Στην Κάγια μπορείτε να πάτε και από το παραλιακό, λίγο κακοτράχαλο, μονοπάτι που ξεκινάει δίπλα από το λιμάνι, εκεί όπου όλο και κάποιοι ψαράδες μπαλώνουν μετά το καλάρισμα τα δίχτυα τους. Και αν αγαπάτε το ψάρεμα, θα βρείτε εδώ και τόπο ιδανικό, και πολύ πρόθυμους ανθρώπους να σας βοηθήσουν.
Φιλοξενία
Και μένει για το τέλος το πιο σημαντικό: οι άνθρωποι της Συκαμιάς και της Σκάλας της. Φιλόξενοι, ευγενικοί και μερακλήδες, κάνουν με τη διακριτική τους παρουσία ακόμη πιο ευχάριστη τη διαμονή στον τόπο τους. Ολοι σχεδόν έχουν συγγενείς στα ξένα, Αυστραλία και Αμερική κυρίως· το νησί κάποτε τροφοδοτούσε έντονα το μεταναστευτικό κύμα. Πολλοί ομογενείς επιστρέφουν εδώ για τις διακοπές τους. Θες η ομορφιά της φύσης, θες η ηρεμία των ανθρώπων, θες που περνάει ο μανάβης με το φορτηγάκι και διαλαλεί την πραμάτεια του, είναι και λίγο σαν να επιστρέφουμε σε άλλες εποχές…
*Από το μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη «Η Παναγιά η Γοργόνα», εκδόσεις της Εστίας.
Πετρούλα Γαβριηλίδου – kathimerini.gr