ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Τον Μάρτη του 2023 κυκλοφόρησε ένα ακόμη βιβλίο του Θεόδωρου Σ. Γεωργάκη από τις εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ. Πρόκειται για την ποιητική συλλογή με τίτλο “Οδός Αλισάχνης”, με εντυπωσιακό εξώφυλλο, στο οπισθόφυλλο του οποίου αναφέρονται και στίχοι , που αιτιολογούν τον τίτλο του βιβλίου “Κι ερχόσουν θάλασσα, κατά πάνω μου ερχόσουν / στα κύματα ξέστηθη, λιονταρωμένη! Κι άπλωνα / τα χέρια στα στήθια να σ’ αγγίξω… Μα μόνο η αλισάχνη / μου’ μενε στα χείλη… ίσα με τους αρμούς η αρμύρα / … / Γαλάζιε άγγελε της μέθης τα φτερά σου δάνεισέ μου / πέρα κι απ’ το όνειρο για να πετώ, ψυχή γαλάζιο κι / όνειρο αμάλγαμα θείο θάλασσά μου…”.
Η συλλογή αφιερώνεται στον εγγονό του Χάρη Γεωργάκη και μετά τα περιεχόμενα ακολουθεί πρόλογος από το δάσκαλο – ποιητή Μιχάλη Παπαδάκη, όπου μεταξύ των άλλων τονίζονται : η αγάπη του Θ.Σ.Γεωργάκη για την πατρίδα του, οι επιρροές του, η θεματολογία του, οι τεχνικές του “ παντρεύει τη λαογραφία με την ιστορία και την ποίηση, τα ουσιαστικά συνοδεύονται από πρωτότυπα σύνθετα επίθετα, χρησιμοποιεί α’ και β’ πρόσωπο στα ρήματα, δίνοντας αμεσότητα και ζωντάνια, οι προστακτικές του μας ωθούν να συμμετάσχουμε κι εμείς…” .
Στη συνέχεια έχουμε τρεις θεματικούς κύκλους . ΚΥΚΛΟΣ Α’ εδώ ο ποιητής μένει στη Λευκάδα και ασχολείται με αρκετά θέματα που τον απασχολούν : είναι η Ιθάκη του κι όπου κι αν πάει, σκέφτεται την ώρα που θα επιστρέψει στα χώματά της. Τα φυσικά τοπία του νησιού περιγράφονται με εντυπωσιακό τρόπο,με πολλές εικόνες και άλλα σχήματα λόγου. Με το νανούρισμα εκφράζεται τρυφερά για τον εγγονό του, υμνεί τους μεγάλους λευκαδίτες ποιητές Βαλαωρίτη και Σικελιανό, τον εντυπωσιάζει το δειλινό, θαυμάζει την ομορφιά και την τόλμη του κυκλάμινου, θυμάται την προσφορά και το ήθος του καθηγητή του Κώστα Φωτεινού, μιλάει για την αγγέλινη Αρετούσα, για την Ελένη, την Παναγιά, την μάνα του – τη μάνα μας, την Αγιομαυρίτισσα “ξιπάζεται ο νους μου Αγιομαυρίτισσα, τα κάλλη σου σαν / μολογώ”. Έρχονται στο νου του τα Αγιομαυρίτικα μεσημέρια, τ’ Άι Γιάννη οι φωτιές, οι πυργοφυλάκτορες του νησιού ( ο ήλιος, η θάλασσα κι η πέτρα). ΚΥΚΛΟΣ Β’ εδώ φεύγει από το νησί και ασχολείται με θέματα που αφορούν τη χώρα μας και τον άνθρωπο γενικά: εκφράζει την επιθυμία του καθενός να επιστρέψει κάποτε εκεί από όπου ξεκίνησε (νόστιμον ήμαρ), υμνεί τη γη του Κόδρου, παραθέτει ωδή στον Μίκη Θεοδωράκη, συγκλονίζεται από τη σφαγή στα Καλάβρυτα 13 Δεκεμβρίου 1943 “διαβαίνουνε βροχή οι χρόνοι, μα τούτο το μαρτύριο / ψυχή αιώνες κι αν περάσουν, ποτέ δε θα σβεστεί…”. Επίσης, αναφέρεται στο διπλό εορτασμό της 25ης Μάρτη, εμπνέεται από το Φθινόπωρο, θαυμάζει το λαό που αγωνίζεται, θυμίζει τα συρματοπλέγματα που περιορίζουν την ελευθερία, προτρέπει για ομόνοια κι αδερφοσύνη “δρόμε της αδερφοσύνης στα λιοκάντηλά / σου ας καίει πατρίδα αιώνιος παντοτινός πυρσός…”. ΚΥΚΛΟΣ Γ’ που τα βάζει με το χρόνο, αυτόν που γρήγορα περνάει και αφήνει πίσω του θύμησες: οι Σφακιώτες άλλοτε και τώρα, οι βόλτοι της Εγκλουβής, οι σπ(υ)ροδιαλέχτρες και οι καρυάτιδες με το αλάτι, το πηγάδι του Φρυά, οι λεβέντικοι χοροί στα πανηγύρια, η αναφορά στους νεκρούς του Αφιόν Καραχισάρ, η αξία του ψωμιού, η θύμηση του Ψυχοσάββατου και ο σεβασμός στους νεκρούς, η παράκληση στο χρόνο να γυρίσει πίσω “Δος μου πίσω τις άνοιξες και τα καλοκαίρια μου, τις / ανεπανάληπτες στιγμές της πρώτης παραμυθένιας μου ζωής…”. Τέλος , στο ομότιτλο ποίημα ΟΔΟΣ ΑΛΙΣΑΧΝΗΣ αναφέρει “το νησί μου Λευκάδα! Λαμπρό καραβοστάσι του / πνεύματος, του κάλλους της παρθένας φύσης / … / η πατρίδα μου Ελλάδα! Ένα υπαρξιακό στημόνι. / Αδαμάντινο υφάδι στης ζωής τον αργαλειό…”.
Είναι φανερό πως ο Θ. Σ. Γεωργάκης εκφράζεται και στο βιβλίο αυτό με πολύ συναίσθημα για τον τόπο του, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερο τρόπο γραφής, με εμφανείς επιδράσεις από τους μεγάλους μας ποιητές , το Βαλαωρίτη και το Σικελιανό. Διακρίνω συνέχεια στο έργο του , μένοντας στους στίχους του ποιήματος ΠΟΡΕΊΑ (σελίδα 113) “ Ποτέ μου δεν απόστασα στη διαδρομή / ατσάλινους νευρώνες μού σμίλεψε ο Φειδίας / στου καθήκοντος τον όργο ζεμένη η ψυχή μου / θυσία, προσφορά, αγάπη στα σπλάχνα μου καίει! / Αντίδωρο; / Ένα λιπόσαρκο κερί στις καρδιές σας ν’ αχνίζω…”.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ ΝΤΑΝΟΥ