Η Κατερίνα Λιβιτσάνου-Ντάνου εύχεται “Καλό Καλοκαίρι” με ένα ποίημα και ένα κείμενο.
ΑΠΑΝΤΟΧΗ
Ω κύμα μου εσύ ασπρογάλαζο,
πώς μ’ αγκαλιάζεις, σαν έρχομαι κοντά
εκεί, στ’ Άι Γιάννη τ’ αμμουδερό ακρογιάλι!
Πώς με μαγεύεις με τα χάδια σου
και πώς μου παίρνεις τους καημούς μακριά
στο βαθύ γαλάζιο του Ιόνιου ορίζοντα!
Τα δροσερά πρωινά, τα καυτά
μεσημέρια, τα πορτοκαλόχρωμα δειλινά,
όποτε να ‘ρθω με καλοδέχεσαι
και με σωζεις απ’ των ανθρώπων τα βάσανα!
Αγναντεύω έτσι ξαλαφρωμένη
το βαθυγάλαζο πέλαγος, τα ταξιδιάρικα πλοία,
τους γλάρους που ανοίγουν τα φτερά τους
και χάνονται αγκαλιά με τα όνειρα.
Γυρνάω έπειτα το βλέμμα μου
στο βαθυπράσσινο λόφο και παίρνω δύναμη
απ’ την Παναγιά, που παραστέκει εκεί
στην κορυφή του μεγαλόπρεπα.
Ακάματη, με παρακολουθεί από ψηλά,
με αφουγκράζεται, με βοηθάει!
Τι ευτυχία, σκέφτομαι, να έχεις κάποιον
ή κάποιους να σου δίνουν κουράγιο,
να σε προστατεύουν, θάρρος να παίρνεις,
για να συνεχίσεις το δρόμο που χάραξες!
Και τι τύχη αλήθεια, που για ένα ακόμα
Καλοκαίρι αξιώθηκες να ζεις σε έναν
τέτοιο παράδεισο τόσο κοντά, αλλά και τόσο
μακριά απ’ τις πομπές των ανθρώπων!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το ποίημα βραβεύτηκε από τον ΕΠΟΚ ΣΤΟ 15ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό για το 2025.
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΡΗ
Την αγαπούσε τη θάλασσα η Μαρία, η πανέμορφη μοναχοκόρη από ορεινό χωριό του νησιού. Κατέβαιναν καθημερινά με τα πόδια στη μεγάλη παραλία, περνώντας από την καρδιά του καταπράσινου δάσους με άλλα κορίτσια και ακούγανε τα λόγια του νερού, καθώς τρέχανε στην απέραντη αμμουδιά! Εκεί γνώρισε τον Άρη και αγαπήθηκαν πολύ, ακούγοντας το ρυθμικό τραγούδι των κυμάτων, που τους έκανε συντροφιά. Αργότερα εκείνος έγινε ναυτικός , εκείνη εξακολουθούσε να πηγαίνει μόνη στη θάλασσα, να κάθεται και να ατενίζει τον ορίζοντα, να ακούει τους παφλασμούς των κυμάτων, να ελπίζει πως θα γυρίσει ο Άρης της και να τον περιμένει. Κάποιοι είπαν πως της σάλεψαν τα μυαλά, όταν έμαθε πως χάθηκε σε υπερατλαντικό ταξίδι, άλλοι πως τα έβαλε με την πλανεύτρα θάλασσα, που τον πήρε κοντά της. Εκείνη δεν αγάπησε άλλον, είχε όμως μια εμμονή , να μιλάει κάθε μέρα, όλες τις εποχές με το νερό, εκεί στην ίδια θέση! Άκουγε τα λόγια των ήρεμων ή ταραγμένων υδάτων, ζούσε στο δικό της κόσμο και περνώντας τα χρόνια είχε γίνει ένα με τη θάλασσα. Μάταια προσπαθούσαν να την πείσουν από την οικογένεια να συνεχίσει τη ζωή της, φεύγοντας μακριά. Άλλοι είπαν πως της έκαναν μάγια κάποιοι που ζήλεψαν την ομορφιά και την ευτυχία της, όταν ήταν ερωτευμένη με τον Άρη. «Θα γυρίσει έλεγε, μου το είπε το κύμα , μου ορκίστηκε ο ίδιος αιώνια αγάπη, δεν μπορεί όλοι να ψεύδονται». Κάποιο απόγευμα του Χειμώνα δεν επέστρεψε στο σπίτι. Οι χωριανοί κατέβηκαν στη θάλασσα, η μάνα της χτυπιόταν, έψαξαν παντού. Βοήθησε και το λιμενικό του νησιού, δε βρήκαν τίποτα, ακόμη την περιμένουν. Είπαν πως βούτηξε στα παγωμένα νερά να βρει τον Άρη της ή πως η θάλασσα δεν άντεχε άλλο να τη βλέπει να βασανίζεται και την πήρε κοντά της, μιας και με τον τρόπο της δεν μπόρεσε να την πείσει να ξεχάσει τον αγαπημένο της και να συνεχίσει να ζει…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Το κείμενο βραβεύτηκε από τον ΣΠΕΚ στον 14ο Διαγωνισμό ΠΕΖΟΜΟΡΦΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ για τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Καββαδία και περιλαμβάνεται σε βιβλίο με τίτλο «Των θαλασσών λόγια».